Νεανική Λογοτεχνία-εκδόσεις Διάπλαση
Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου που
τρύπωναν από το παράθυρο, χρύσωναν το κοριτσίστικο δωμάτιο με
τους ροζ-λιλά τοίχους, καθώς και τα όμορφα αντικείμενα που με γούστο και
χιούμορ ήταν τοποθετημένα στα ράφια.
Τα αντικείμενα, δηλαδή τα κάθε είδους προέλευσης και τεχνοτροπίας
μπιμπελό ήταν αναρίθμητα, γι’ αυτό και κάθε φορά στο δωμάτιο κρεμoύσαν
καινούργια ράφια, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει άλλος χώρος στους δύο ολόκληρους
και δύο μισούς τοίχους του.
Ήταν φανερό, πως εκεί μέσα ζούσε κάποιος με μεγάλη αδυναμία στα
πράγματα που κατά καιρούς είχε αποκτήσει. Ήταν όλα εκεί, μπομπονιέρες από
γάμους και βαφτίσεις, μικροδωράκια, αναμνηστικά από τα ταξίδια της οικογένειας,
ακόμη και κουτιά που είχαν μετατραπεί σε κουμπαράδες, μολυβοθήκες, μπιζουτιέρες
και κρύπτες για μικρά μυστικά.
Ένας από τους καυγάδες που ξεσπούσαν σ’ αυτό το σπίτι, είχαν ως αιτία
και τη δυσκολία που απαιτούσε η καθαριότητα του δωματίου.
Η ένοικος του δωματίου θεωρούσε απαραίτητο το χιούμορ
σε όλες τις εκφάνσεις του, ακόμη και στον κάθε τύπου διάκοσμο, είχε μάλιστα
επιχειρήματα για να υποστηρίξει την άποψή της. Ο επισκέπτης, έλεγε, πρέπει να
νιώθει άνετα κι ευχάριστα μπαίνοντας στο ξένο σπίτι και όχι να κάθεται κουμπωμένος
με το μάτι αγριεμένο από τον τρόμο μην τσαλακώσει το ριχτάρι του καναπέ.
Φροντίζοντας λοιπόν γι’ αυτό, το μάτι του δικού της επισκέπτη έπεφτε αφ’
ενός στο στρωμένο με μια πολύχρωμη κουρελού της γιαγιάς κρεβάτι, αφ’ ετέρου στο
ράφι όπου αναπαυόταν ένας καθιστός ελέφαντας, έχοντας στην πλάτη του σε θέση
μάχης αντικριστά, έναν γορίλα και έναν χιμπατζή.
Έπεφτε επίσης στο ράφι όπου η κούκλα η Μπάρμπι, είχε απλώσει τα λεπτά
χεράκια της και ξεμάλλιαζε την ανταγωνίστριά
της, την κούκλα τη Σίντι.
Ο επισκέπτης όμως δεν θα μπορούσε να μην προσέξει και την κουρτίνα του
μοναδικού παραθύρου που σχεδόν είχε υποκύψει, τόσο από το βασανιστήριο της καρφίτσας,
όσο και από το βάρος των πάνινων παιχνιδιών που είχαν διασωθεί στο πέρασμα των
χρόνων.
Αυτή η διακόσμηση ήταν μια πεφωτισμένη έμπνευση μιας κοπέλας που την
έλεγαν Μαιρούλα, είχε έναν πατέρα με το όνομα Γιώργο, μία γιαγιά τη Μαρία, μια
αγαπημένη θεία που την έλεγαν Άννα, είχε και κάτι άλλους αλλά δεν είναι του
παρόντος. ...........................
.........................................................................................................................................................
Η Μαιρούλα πήρε
πόζα και κοιτάχτηκε για πολλοστή φορά μέσα σε ένα απόγευμα στον καθρέφτη, ανφάς,
προφίλ, έστριψε το κεφάλι της 180ο για να ελέγξει την πλάτη και
γενικώς το πίσω μέρος του κορμιού της, μα δεν έμεινε απολύτως ικανοποιημένη.
Συνέχισε κάνοντας με χάρη μερικές κινήσεις, περπάτησε νωχελικά και με γρήγορο
βήμα, χόρεψε όσους χορούς γνώριζε από μοντέρνο μέχρι τσάμικο, γέλασε, μόρφασε,
θύμωσε και επί τέλους πήρε την απάντηση που ζητούσε. Ο καθρέφτης της είπε ή
έτσι νόμισε, “είσαι όμορφη”.
............................................................................................................................................................
Πάει τέλειωσε η ίδια το είχε αποφασίσει, θα γινόταν
μοντέλο. Το σχολείο σε τι χρησίμευε, μήπως είχε καμιά ώρα μάθημα μακιγιάζ, δεν
είχε!
Το άλλο το περίεργο πώς να το εξηγήσει κανείς;
Δεν της επέτρεπαν να μακιγιαριστεί και να κυκλοφορήσει σαν άνθρωπος, να
το ακούς και να μην το πιστεύεις. Δεν την άφηνε δηλαδή ο πατέρας κι εκείνη η
γυναίκα η Λένα, δηλαδή η γυναίκα του, δηλαδή η μητριά της.
...................................................................................................................................................................................