Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Για ένα κλικ και μια καριέρα







                        Νεανική Λογοτεχνία-εκδόσεις Διάπλαση




Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου που τρύπωναν από το παράθυρο, χρύσωναν το κοριτσίστικο δωμάτιο με τους ροζ-λιλά τοίχους, καθώς και τα όμορφα αντικείμενα που με γούστο και χιούμορ ήταν τοποθετημένα στα ράφια.

Τα αντικείμενα, δηλαδή τα κάθε είδους προέλευσης και τεχνοτροπίας μπιμπελό ήταν αναρίθμητα, γι’ αυτό και κάθε φορά στο δωμάτιο κρεμoύσαν καινούργια ράφια, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει άλλος χώρος στους δύο ολόκληρους και δύο μισούς τοίχους του.

Ήταν φανερό, πως εκεί μέσα ζούσε κάποιος με μεγάλη αδυναμία στα πράγματα που κατά καιρούς είχε αποκτήσει. Ήταν όλα εκεί, μπομπονιέρες από γάμους και βαφτίσεις, μικροδωράκια, αναμνηστικά από τα ταξίδια της οικογένειας, ακόμη και κουτιά που είχαν μετατραπεί σε κουμπαράδες, μολυβοθήκες, μπιζουτιέρες και κρύπτες για μικρά μυστικά.

Ένας από τους καυγάδες που ξεσπούσαν σ’ αυτό το σπίτι, είχαν ως αιτία και τη δυσκολία που απαιτούσε η καθαριότητα του δωματίου.

Η ένοικος του δωματίου θεωρούσε απαραίτητο το χιούμορ σε όλες τις εκφάνσεις του, ακόμη και στον κάθε τύπου διάκοσμο, είχε μάλιστα επιχειρήματα για να υποστηρίξει την άποψή της. Ο επισκέπτης, έλεγε, πρέπει να νιώθει άνετα κι ευχάριστα μπαίνοντας στο ξένο σπίτι και όχι να κάθεται κουμπωμένος με το μάτι αγριεμένο από τον τρόμο μην τσαλακώσει το ριχτάρι του καναπέ.

Φροντίζοντας λοιπόν γι’ αυτό, το μάτι του δικού της επισκέπτη έπεφτε αφ’ ενός στο στρωμένο με μια πολύχρωμη κουρελού της γιαγιάς κρεβάτι, αφ’ ετέρου στο ράφι όπου αναπαυόταν ένας καθιστός ελέφαντας, έχοντας στην πλάτη του σε θέση μάχης αντικριστά, έναν γορίλα και έναν χιμπατζή.

Έπεφτε επίσης στο ράφι όπου η κούκλα η Μπάρμπι, είχε απλώσει τα λεπτά χεράκια της  και ξεμάλλιαζε την ανταγωνίστριά της, την κούκλα τη Σίντι.

Ο επισκέπτης όμως δεν θα μπορούσε να μην προσέξει και την κουρτίνα του μοναδικού παραθύρου που σχεδόν είχε υποκύψει, τόσο από το βασανιστήριο της καρφίτσας, όσο και από το βάρος των πάνινων παιχνιδιών που είχαν διασωθεί στο πέρασμα των χρόνων.

Αυτή η διακόσμηση ήταν μια πεφωτισμένη έμπνευση μιας κοπέλας που την έλεγαν Μαιρούλα, είχε έναν πατέρα με το όνομα Γιώργο, μία γιαγιά τη Μαρία, μια αγαπημένη θεία που την έλεγαν Άννα, είχε και κάτι άλλους αλλά δεν είναι του παρόντος. ...........................

.........................................................................................................................................................


 Η Μαιρούλα πήρε πόζα και κοιτάχτηκε για πολλοστή φορά μέσα σε ένα απόγευμα στον καθρέφτη, ανφάς, προφίλ, έστριψε το κεφάλι της 180ο για να ελέγξει την πλάτη και γενικώς το πίσω μέρος του κορμιού της, μα δεν έμεινε απολύτως ικανοποιημένη. Συνέχισε κάνοντας με χάρη μερικές κινήσεις, περπάτησε νωχελικά και με γρήγορο βήμα, χόρεψε όσους χορούς γνώριζε από μοντέρνο μέχρι τσάμικο, γέλασε, μόρφασε, θύμωσε και επί τέλους πήρε την απάντηση που ζητούσε. Ο καθρέφτης της είπε ή έτσι νόμισε, “είσαι όμορφη”.
............................................................................................................................................................

 
Πάει τέλειωσε η ίδια το είχε αποφασίσει, θα γινόταν μοντέλο. Το σχολείο σε τι χρησίμευε, μήπως είχε καμιά ώρα μάθημα μακιγιάζ, δεν είχε!
Το άλλο το περίεργο πώς να το εξηγήσει κανείς;
Δεν της επέτρεπαν να μακιγιαριστεί και να κυκλοφορήσει σαν άνθρωπος, να το ακούς και να μην το πιστεύεις. Δεν την άφηνε δηλαδή ο πατέρας κι εκείνη η γυναίκα η Λένα, δηλαδή η γυναίκα του, δηλαδή η μητριά της.
...................................................................................................................................................................
................






 

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Ο καυγάς του Χριστουγεννιάτικου δέντρου






Το σπίτι είναι ανάστατο σήμερα. Στο σαλόνι υπάρχουν κούτες που κάτι κρύβουν μέσα, χαρτιά που κάτι άλλο έχουν τυλιγμένο και διάφορα άλλα μυστήρια πραγματάκια που ο θεός και η μαμά γνωρίζουν σε τι μπορεί να χρησιμεύουν. 
Σε λίγο όλα ξεκαθαρίζουν.  Ο πατέρας εμφανίζεται με ένα μεγάλο έλατο και με μάτια που λάμπουν από χαρά, λες και είναι μικρό αγόρι, ξεφωνίζει πως πρέπει  ν' αρχίσουν το στόλισμα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Τα παιδιά της οικογένειας, ο Θάνος και η Ειρήνη άλλο που δεν θέλουν και όλοι μαζί, από τη γιαγιά μέχρι το Ρούλη, το σκυλάκι τους, σηκώνουν τα μανίκια και πιάνουν δουλειά.
Οι γονείς στήνουν το έλατο στην πιο φωτεινή γωνιά του σαλονιού, κοντά στο τζάκι και δίνουν το σύνθημα.
Οι κούτες ανοίγουν και τα στολίδια βρίσκονται μπροστά στα μάτια τους.
Ο Θάνος και η Ειρήνη δεν ξέρουν τι να διαλέξουν, είναι όλα τόσο όμορφα.
Χρυσά και ασημένια αστέρια, μπάλες από χάντρες και πούλιες που λάμπουν, αγγελάκια και νεραϊδούλες φτιαγμένα από χρυσόχαρτα, και ένα σωρό άλλα φανταχτερά στολίδια.


Τα παιδιά διαλέγουν με προσοχή τα παιχνίδια, σκαρφαλώνουν σε καρέκλες, και προσπαθούν να φτάσουν τα μικρά κλαδιά για να κρεμάσουν τα μικρά στολίδια.
Ήθελαν να τελειώνουν πρώτα με το ψηλότερο μέρος για να κρεμάσουν μετά τα μεγάλα στολίδια στο κάτω μέρος του δέντρου που ήταν πιο εύκολο.


Με αυτή τη δουλειά όμως ξεσπάει ένας αναπάντεχος καυγάς.


Καθώς λοιπόν στολίζουν την κορφή, τα μικρά κλαδιά καμαρώνουν και κουνιούνται κάθε φορά που κρεμιέται κάποιο παιχνίδι.
Αυτό όμως κάνει τα μεγαλύτερα κλαδιά που είναι στο κάτω μέρος να θυμώνουν, γιατί σκέψου τώρα αυτή η επιπολαιότητα να γίνει αιτία και να σωριαστεί ολόκληρο στο πάτωμα.
Κάποια στιγμή ακούγεται το πιο μεγάλο κλαδί να λέει.
«Ε σεις εκεί πάνω, σταματήστε λίγο το κούνημα»
«Χα,χα,χα…» παίρνει την απάντηση.


Το κούνημα συνεχίζεται και ολόκληρο το έλατο τρέμει επικίνδυνα. Έτσι αναγκάζεται και το δεύτερο μεγάλο κλαδί να επέμβει.
«Βρε σεις μικρά, τι κουνιέστε και λυγιέστε έτσι; Αν δεν ησυχάσετε θα βρεθείτε μαδημένα».
«Χα,χα,χα…» ακούγεται και πάλι ως απάντηση και το κούνημα συνεχίζεται.


Και σα να μη έφτανε αυτό, τα μικρά κλαδιά αρχίζουν τώρα να μαλώνουν μεταξύ τους, γιατί το καθένα ήθελε να στολιστεί πρώτο.
Μάλωμα στο μάλωμα, πάνε και μπλέκονται το ένα μέσα στο άλλο.
Πάνω εκεί  μπαίνουν σε μπελάδες και τα παιδιά που έπρεπε πρώτα να τα ξεμπλέξουν και μετά να τα στολίσουν.
Εκτός από αυτό, κάποια στιγμή πιάνουν και τα δύο το ίδιο στολίδι, ένα χρυσό κουκουνάρι, ο Θάνος το θέλει, η Ειρήνη το θέλει και δυστυχώς αναγκάζονται να βάλουν τις φωνές οι γονείς.



Τα μεγάλα κλαδιά άρχισαν να ζαλίζονται.
Δεν φτάνει που έκαναν τόσην ώρα υπομονή και στολίδι δεν είχαν πάρει ακόμη, είχαν και τη φασαρία των μικρών κλαδιών, των παιδιών και των γονιών.


Από την άλλη μεριά, τα στολίδια γίνονται ανήσυχα και δίνουν  τη δική τους μάχη για να βρεθούν στην κορυφή.
Κάθε φορά που τα χέρια των παιδιών πιάνουν ένα αστέρι, οι μπάλες φουρκίζονται, μία μάλιστα τσιμπάει το χέρι της Ειρήνης για να της θυμίσει πως είναι κι αυτή εκεί.
Μια μικρή καμπανούλα που βρίσκεται στο σπίτι από τον καιρό της γιαγιάς και ήταν πάντα της γλωσσού και φασαριόζα, δεν μπόρεσε να χωνέψει την προσβολή.
«Βρε τι γίνεται εδώ! Πότε θα με πάρουν εμένα και πού θα με βάλουν; Μου αλλάζουν θέση συνεχώς, βαρέθηκα να είμαι μια κάτω και μια πάνω.
Θέλω τη θέση που μου ανήκει δικαιωματικά.
Είμαι το πιο παλιό στολίδι και απαιτώ να στολίσω το πιο ψηλό κλαδί!»


Ακούν τα άλλα στολίδια και φουρκίζονται.
«Καλέ τι μας λες! Κι εμείς πότε θα πάρουμε σειρά; Στο κάτω-κάτω είσαι μια απλή καμπάνα. Τι να πω κι εγώ που είμαι φορτωμένη με χάντρες!», λέει μια καινούργια πλουμιστή μπάλα.


Με την κατάσταση αυτή δημιουργείται μια περίεργη αναστάτωση.
Το δέντρο τρέμει επικίνδυνα, τα στολίδια ανακατεύονται, οι καρέκλες που πάνω τους έχουν σκαρφαλώσει ο Θάνος και η Ειρήνη τρίζουν, τα παιδιά βάζουν τα κλάματα και οι γονείς εκνευρίζονται.


Εκεί που κινδυνεύουν όλα να καταστραφούν, ξεπροβάλλει από τα χαρτί που ήταν προσεκτικά τυλιγμένο, το μεγάλο αστέρι της κορυφής.
Είναι έθιμο, το μεγάλο αστέρι να το τοποθετεί κάθε χρόνο ο ίδιος ο πατέρας στην κορυφή, και μόνο όταν τελείωνε το στόλισμα του δέντρου.
Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν το είχε ενοχλήσει ακόμη κανείς.
Αφημένο στη γωνιά του και στην ησυχία του, είχε την ευκαιρία να παρακολουθεί όλη αυτή την τρελή ιστορία.
«Χμ… σκέφτεται, κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια και καλά το δέντρο, πρώτη φορά μπαίνει στο σπίτι, δεν έχει ξαναζήσει το στόλισμα, στα παλιά στολίδια όμως δεν μπορώ να συγχωρήσω αυτές τις βλακείες. Θα τους τα πω ένα χεράκι»
Βγάζει τη μια του κορυφή από το μαλακό χαρτί και μιλάει αυστηρά.
«Δεν μου λέτε βρε συνάδελφοι, τι ανοησίες είναι αυτές;»
Τα στολίδια ξαφνιάζονται, κοιτάζονται αμήχανα μεταξύ τους, εκτός από τη γλωσσού καμπάνα.
«Κοίτα ποιος μιλάει! Βέβαια, τι ανάγκη έχεις εσύ που βρίσκεσαι πάντα στην κορυφή, ρώτα και μένα!»
«Εσύ δεν πρέπει να μιλάς έτσι, λέει το μεγάλο αστέρι. Ξέρεις πως όλα τα στολίδια την ίδια δουλειά κάνουμε, τι σημασία έχει ποιο θα κρεμαστεί πάνω και ποιο κάτω.
Ένα στολίδι μόνο του δεν μπορεί να στολίσει το δέντρο, αυτό γίνεται όμορφο από τη δικιά μας ομορφιά.
Άλλωστε, μη νομίζετε, είναι βαρετό να είσαι κάθε χρόνο στο ίδιο μέρος και μάλιστα, στο πιο ψηλό κλαδί.
Ξέρεις πόσες φορές ζαλίστηκα και κινδύνεψα να πέσω; Τρέμει η καρδιά μου εκεί πάνω.
Σταματείστε λοιπόν τη φασαρία και περιμένετε τη σειρά σας. Όλοι θα πάρουμε».


Ακούν τα στολίδια και νιώθουν μια ντροπή. Ξανακοιτάζονται μεταξύ τους και συμφωνούν να κάνουν ότι τους είπε το αστέρι. Κάθονται λοιπόν ήσυχα-ήσυχα και περιμένουν τη σειρά τους.


Έλα όμως που το δέντρο δεν άκουσε την κουβέντα που έκαναν τα στολίδια.
Κάθε φορά λοιπόν που δεν άρεσε στα κλαδιά το στολίδι που κρέμαγαν τα παιδιά, εκείνο πείσμωνε, έβαζε εμπόδια και το καημένο το στολίδι πήγαινε από το ένα κλαδί στο άλλο και πολύ ταλαιπωρούνταν μέχρι να βρει τη θέση του.


Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ήρθε η ώρα να στήσουν καυγά τα κλαδιά με τα στολίδια.
«Ουφ! Τι δέντρο είναι αυτό φέτος, από πού μας ήρθε», διαμαρτύρονταν τα στολίδια.
«Αμάν πια, φώναζε το δέντρο, αν ήξερα πως έχει τέτοια ταλαιπωρία το στόλισμα, καθόμουνα στ’ αυγά μου.
Τι φαεινή ιδέα κι αυτή να γίνω Χριστουγεννιάτικο!»


Για να μην τα πολυλογούμε όμως, ήρθε και η στιγμή που όλα πήραν τη θέση τους.
Το κάθε κλαδί πήρε το στολίδι του και το κάθε στολίδι βρήκε το κλαδί του.
Αφού τελείωσε το στόλισμα, τοποθετήθηκε και το μεγάλο αστέρι στην κορυφή, το χριστουγεννιάτικο δέντρο κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είδε τα στολίδια να λάμπουν και να χορεύουν απαλά, κρατημένα από τα κλαδιά του.
Είδε τα παιδιά και τους γονείς να το θαυμάζουν και να κάνουν χαρές και χωρίς να θέλει του ξεφεύγει μια φωνή.


«Αχ, είμαι πανέμορφο. Τι καλά που διάλεξα να γίνω ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο, χαλάλι η ταλαιπωρία.
Και του χρόνου το ίδιο θα κάνω


Αυτή τη φράση του δέντρου δεν την άκουσε κανείς. Άκουσαν όμως μια άλλη και όλοι ήταν σίγουροι πως ακούστηκε από το στολισμένο δέντρο.


«Χριστός γεννάται! Καλά Χριστούγεννα!»


Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Η τριανταφυλλιά Εκατοφυλλιά







       Κάποιον καιρό πολύ παλιό, σε ένα καταπράσινο λιβάδι φύτρωσε ποιος ξέρει πώς, μια πανέμορφη κόκκινη τριανταφυλλιά. που κάθε τριαντάφυλλο είχε εκατό βελουδένια ροδοπέταλα, γι αυτό την έλεγαν Εκατοφυλλιά.
       Η μοσχοβολιά έφτανε μέχρι την άκρη του λιβαδιού, εκεί που άρχιζε το δάσος.   
       Κάθε που ήταν Άνοιξη και άνθιζαν τα ρόδα, μαζεύονταν κοντά της όλα τα ζώα  για να τη θαυμάσουν και να ρουφήξουν το άρωμά της.
Όλοι της έλεγαν πόσο ήταν όμορφη και η τριανταφυλλιά κουνιόταν και λυγιόταν και δεν άφηνε κανέναν να την αγγίξει παρά μόνο ψήλωνε, δεν έγερνε το σώμα της ούτε για να κοιτάξει στη γη.


       Ένα σούρουπο που τα ζώα πήγαιναν στην κοντινή πηγή να ξεδιψάσουν, το ελάφι ξέκοψε και πήρε κρυφά το δρόμο προς την τριανταφυλλιά. Είχε κάτι να της πει που δεν έπρεπε ν’ ακούσει άλλος.
       Φτάνει κοντά της, κοιτάζει γύρω να σιγουρευτεί πως ήταν μόνοι και της λέει.
«Είσαι πολύ όμορφη αλλά κι εγώ δεν πάω πίσω. Σκέφτηκα πως εμείς οι δυο μπορούμε να κάνουμε ωραίο ζευγάρι. Τι λες;»
«Καλά θα δούμε, απαντά η Εκατοφυλλιά, έλα πάλι την άλλη βδομάδα την ίδια ώρα».
       Το ελάφι έφυγε χοροπηδώντας από χαρά που όπως όλα έδειχναν θα γινόταν το ταίρι της όμορφης.


       Την άλλη μέρα την ίδια ώρα, ένας ωραίος αίλουρος κάνει την ίδια σκέψη και παίρνει κρυφά το δρόμο για την τριανταφυλλιά.
«Νομίζω πως θα ταιριάζαμε πολύ εμείς οι δυο της λέει, δέχεσαι να γίνεις το ταίρι μου;»
«Θα δούμε, απαντά εκείνη, έλα πάλι την άλλη βδομάδα την ίδια ώρα».
Ο αίλουρος εξαφανίστηκε στο δάσος με έναν πήδο γεμάτο χάρη, καθώς όπως έδειχναν τα πράγματα θα γινόταν το ταίρι της Εκατοφυλλιάς.


        Την τρίτη μέρα ένας τρίτος σκέφτηκε να ζητήσει το χέρι της μοναδικής τριανταφυλλιάς.
Ήταν ένα μαύρο γυαλιστερό άγριο άλογο.
Έρχεται δίπλα της καλπάζοντας, την κοιτάζει και της λέει.
«Μου αρέσεις. Μαύρο εγώ, κόκκινη εσύ, θα είμαστε χάρμα οφθαλμών. Ανέβα στη ράχη μου να φύγουμε».
«Καλά, μην είσαι τόσο βιαστικός, έλα πάλι την άλλη βδομάδα την ίδια μέρα και ώρα»
Το άλογο χλιμίντρισε ευχαριστημένο και κάλπασε σαν το βοριά.


         Φαίνεται όμως πως τα ερωτευμένα ζώα δεν είχαν τελειωμό, γιατί την τέταρτη μέρα, μια παρδαλή καμηλοπάρδαλη έκανε το ίδιο πράγμα.
Η τριανταφυλλιά όταν άκουσε την καμηλοπάρδαλη να ζητά το χέρι της, κολακεύτηκε. Την προτιμούσε από τα υπόλοιπα ζώα έτσι ψηλή και καμαρωτή και της έριχνε κλεφτές ματιές κάθε που περνούσε από κοντά της.
Έδωσε όμως την ίδια απάντηση «Έλα να με βρεις την άλλη εβδομάδα την ίδια ώρα».


         Αυτά έγιναν εκείνες τις Ανοιξιάτικες μέρες στο λιβάδι.
Οι ενδιαφερόμενοι όμως δεν ήξεραν πως κάποιος παρακολούθησε ότι έγινε και δεν έγινε, ότι ειπώθηκε και ακούστηκε.
Αυτός ο άλλος ήταν η μικρή πονηρή αλεπουδίτσα που έχωνε παντού τη μύτη της και τίποτε δεν της ξέφευγε. Αφού χίλιοι μύριοι πήγαν και ζήτησαν το χέρι της ωραίας, γιατί να μην το κάνει και η ίδια. Έτσι κι αλλιώς σε όλους έδωσε την ίδια απάντηση.
Η αλεπού όμως ήξερε να περιμένει.
Έπρεπε πρώτα να μάθει από πού κρατούσε η σκούφια της υποψήφιας, γιατί κάτι δεν της φαινόταν σωστό πάνω της.
Είχε παρατηρήσει πως ούτε ένα πετούμενο δεν είχε καθίσει ποτέ στα κλαδιά της. Αυτό δεν είχε συμβεί σε κανένα από τα φυτά του δάσους που τα κλαδιά τους ήταν γεμάτα από φωλιές. 
Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και τρίβοντας τα χέρια της από χαρά, περίμενε να δει τι έμελλε να συμβεί στους ωραίους του δάσους.


         Πρώτο φάνηκε το ελάφι. Η ευτυχία σήμερα το έκανε πιο όμορφο.
Φτάνει κοντά στην κόκκινη τριανταφυλλιά με τα μεγάλα του μάτια να την κοιτούν με αγωνία.
Φανταστείτε τη χαρά του όταν την άκουσε να λέει.
«Δέχομαι να γίνω το ταίρι σου. Έλα να σε φιλήσω»
Η καρδιά του ελαφιού κόντευε να σπάσει.
Σηκώνεται στα δυο του πόδια, η δεσποινίς Εκαταφυλλιά σκύβει και ... ματς, ακουμπά το πρώτο της λουλούδι στο πρόσωπο του ελαφιού σε ένα γλυκό φιλί.
Το ελάφι αισθάνεται το βελούδινο άγγιγμα του ρόδου, κλείνει τα μάτια του ευτυχισμένο και τότε... νιώθει έναν σουβλερό πόνο στο μάγουλό του. 
Κάνει ένα βήμα πίσω και την κοιτάζει ξαφνιασμένο. Τότε πρόσεξε πως ένα σουβλερό αγκάθι ήταν κοντά στο κόκκινο λουλούδι και κατάλαβε. Η χαρά του εξαφανίστηκε.
«Βρε αυτή εδώ είναι επικίνδυνη, λέει μέσα του. Σκέψου κάθε φορά που με φιλάει να μου σκίζει και το πρόσωπο».
«Ξέρεις, μόλις τώρα θυμήθηκα πως έχω πολλές υποχρεώσεις, δεν θα μπορέσω να σε πάρω για ταίρι μου» , και βιαστικά. τρέχει να κρυφτεί στο δάσος, μην το πάρει κανένα μάτι και ρεζιλευτεί.


         Την άλλη μέρα καταφτάνει ο αίλουρος. Έτσι όμορφος που ήταν, είχε μεγάλη σιγουριά πως η τριανταφυλλιά θα δεχόταν την πρότασή του.
Δεν ξαφνιάστηκε λοιπόν όταν την άκουσε να λέει. «Δέχομαι να γίνω ταίρι σου, έλα να σε φιλήσω»
Ακουμπά το κλαδί στο πρόσωπο του αίλουρου και το μυτερό αγκάθι σκίζει τη μύτη του από πάνω μέχρι κάτω.
Ο αίλουρος βγάζει έναν βρυχηθμό έκπληξης και απομακρύνεται χωρίς να πει κουβέντα.


         Την τρίτη μέρα, φάνηκε το άλογο να καλπάζει από μακριά. Το χλιμίντρισμά του ακούστηκε σε όλο το λιβάδι και μια όμορφη φοράδα στεναχωρήθηκε πολύ που δεν της έδωσε σημασία και έτρεξε προς την όμορφη τριανταφυλλιά.
Σηκώνεται στα δυο του πόδια για να φανεί η ομορφιά του και η κοιλιά του ακουμπά στα κλαδιά της.
Τα αγκάθια τρυπώνουν στο σώμα του και το περήφανο άλογο νιώθει πολύ προσβεβλημένο.
Κοοτάζει περιφρονητικά τα όμορφα λουλούδια κουνά το κεφάλι του με νόημα και πλησιάζει την όμορφη φοράδα με την κοιλιά του ματωμένη.


       Ξημέρωσε η τέταρτη μέρα και ξεπροβάλλει καμαρωτή η καμηλοπάρδαλη μέσα από το δάσος. Καθώς ήταν πιο ψηλή από την τριανταφυλλιά, σκύβει να της δώσει το φιλί του αρραβώνα.
Το φαρμακερό αγκάθι τρυπά το μάτι της και η καμηλοπάρδαλη θυμώνει πολύ.
Δεν είναι κακό ζώο αλλά τα σαγόνια του είναι δυνατά, το ίδιο και τα πόδια του.
Περιεργάζεται την Εκατοφυλλιά από πάνω μέχρι κάτω, προσέχει τα μεγάλα αγκάθια που φύτρωναν παντού γύρω από τα ρόδα της και με το θολωμένο της μυαλό αρχίζει να κλωτσάει και να δαγκώνει με δύναμη τα κλαδιά της.


        Την επόμενη μέρα η τριανταφυλλιά, δεσποινίς Εκατοφυλλιά σερνόταν στο έδαφος με σπασμένα τα κλωνάρια και με τα βελουδένια φύλλα της να τα σκορπά ο αγέρας. 
Κανένα από τα ζώα του δάσους δεν μπόρεσε να εξηγήσει τι είχε συμβεί στην όμορφη του λιβαδιού.
Το νέο διαδόθηκε αργότερα από την αλεπού που όμως δεν κατονόμασε τα ζώα, είπε μόνο τα καθέκαστα.


         Έτσι όλοι κατάλαβαν και πιο πολύ από όλους οι παθόντες, πως καλά είναι αυτά που φαίνονται, αλλά δεν είναι όλα όπως φαίνονται.




Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Ένα αστέρι τρεμοσβήνει...

Μια φορά κι έναν καιρό, στον ξάστερο ουρανό κάποιου μακρινού πλανήτη και στην πιο μεγάλη γειτονιά, ζούσε η αστεροοικογένεια του κ. Μεγαστέρη.
Εκεί περνούσαν τον καιρό τους οι γονείς και οι γονείς των γονιών μαζί με τα πολλά – πολλά αστερόπαιδά τους.
Σε κείνη τη γειτονιά την ημέρα ο καθένας έκανε τη δουλειά του και όλοι μαζί έβγαιναν σα νύχτωνε, έκοβαν βόλτες και έλαμπαν μέσα στα ασημένια τους ρούχα.
Στην οικογένεια οι μεγάλοι συζητούσαν μεταξύ τους για το πόσο ευχαριστημένοι ήταν από τη συμπεριφορά των αστερόπαιδων, πόσο καλά και άξια ήταν, πόσο υπάκουα και πόσο σπουδαία θα γίνονταν σα μεγάλωναν.
Άκουγαν οι διπλανοί και ζήλευαν την τύχη του κ. Μεγαστέρη που τόσο καλά κατάφερνε να κουμαντάρει την οικογένεια και πρόβλημα δεν υπήρχε να σκιάζει την ευτυχία του.


Μόνο η κ. Αστροσοφή που συμβούλευε όλη τη γειτονιά κουνούσε το κεφάλι της κάθε που έκανε επίσκεψη στο ευτυχισμένο σπίτι.  Εκείνη ήξερε πως δεν ήταν όλα, όσο τέλεια φαινόταν.


Η οικογένεια είχε και ένα μικρό αστερόπαιδο που δεν το γνώριζε κανείς, ποτέ δεν το είχαν πάρει μαζί τους στη βόλτα, αφού αυτό το τελευταίο δεν έμοιαζε στα μεγαλύτερα παιδιά τους.
Αυτό ήταν καχεκτικό, όχι τόσο όμορφο και λαμπερό και σα να μην έφταναν όλα, ήταν ζωηρό και ανυπάκουο και το χειρότερο, αυτό το λιανό παιδί επαναστάτησε κατά της οικογένειας και ήθελε, άκου κύριε, να το αφήσουν να ταξιδέψει μέχρι τον πλανήτη που έβλεπε από μακριά.


Οι γονείς ένιωθαν μεγάλη απογοήτευση που στο τέλειο σπίτι τους ήρθε τέτοια ντροπή, μάλωναν και υποτιμούσαν τον αστερομικρό τους, έλεγαν πως αφού δεν έμοιαζε στ’ αδέλφια του, θέση για κείνο δεν υπήρχε στον κόσμο τους.
Για ν’ αποφύγουν τα χειρότερα που τρέχα-γύρευε τι θα έλεγαν οι γείτονες, το κλείδωσαν στο πιο σκοτεινό δωμάτιο του σπιτιού και του απαγόρευσαν να βγαίνει βόλτα τις νύχτες. και στο τέλος το ξέχασαν και συγχώρησαν τον εαυτό τους, αφού εκείνοι είχαν κάνει το χρέος τους.


Το αστεροαπόπαιδο στεναχωριόταν πολύ με την συμπεριφορά της οικογένειας, δεν καταλάβαινε γιατί δεν το αγαπούσαν και μέρα με τη μέρα έχανε και το λίγο χρώμα που είχε όταν γεννήθηκε.
Μια νύχτα άνοιξε το παράθυρο του σπιτιού, αγνάντεψε τον αγαπημένο του πλανήτη που φαινόταν κάτω μακριά και πήρε την απόφασή του.
Θα έδινε έναν πήδο και θα βρίσκονταν κοντά του.
Εκεί η ζωή του θα ήταν διαφορετική, κανείς δεν θα του ζητούσε να λάμπει όλο και περισσότερα, σίγουρα εκεί κάποιος θα το αγαπούσε για το δικό του φως και δεν θα του ζητούσαν να γίνει όπως τα άλλα του αδέλφια.


Το είπε και το έκανε. Άφησε τα χέρια του από το περβάζι και άρχισε να ταξιδεύει και να ταξιδεύει και να ταξιδεύει…
Γύρω του άκουγε ψιθύρους.
Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει… έλεγε κάποιος
Τι απογοήτευση, τι του ήρθε ν’ αφήσει τη σιγουριά του σπιτιού του… έλεγε κάποιος άλλος
Μη δίνεις σημασία, κανένας απροσάρμοστος θα είναι… έλεγε ένας τρίτος…
Και το αστέρι συνέχιζε πετώντας το μακρινό του ταξίδι και καθώς πετούσε το φως του τρεμόσβηνε και τρεμόσβηνε, μέχρι που σταμάτησε να φαίνεται από την παλιά του γειτονιά.


Το αστεράκι είχε πολύ δρόμο ακόμα να κάνει και ούτε το ίδιο ήξερε αν θα έφτανε ποτέ στον πλανήτη που ονειρευόταν, μα δεν το ένοιαζε καθόλου.
Ήταν τώρα ελεύθερο και  δεν μπορεί, κάποιον θα συναντούσε στην στράτα του να το αγαπήσει,  έστω και με κείνο το αχνό φως που του χάρισε η ζωή.




Το παραμύθι το αφιερώνω στο melv@ki  ως αντίδωρο για τo κείμενό της με τίτλο "ω γλυκύ μου έαρ"

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

To ανόητο δέντρο



Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά και έλεγαν παραμύθια, έτυχε ο προπάππος του προπάππου μου να ακούσει μια αληθινή ιστορία που μοιάζει με παραμύθι.
Μπορεί όμως και να είναι ένα παραμύθι που μοιάζει με αληθινή ιστορία, Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που άλλος πιστεύει το πρώτο και άλλος το δεύτερο, γι' αυτό μπορείτε κι εσείς να πιστέψετε αυτό που σας φαίνεται πιο σωστό.



Λένε, πως ένα πουλί που πετούσε από δω και από κει, άφησε να πέσει από το ράμφος του ένα σπυρί..
 Έπεσε ανάμεσα σε δυο πλαγιές ενός ψηλού πέτρινου γκρίζου βουνού.


Την άλλη χρονιά στη θέση που έπεσε ο σπόρος φύτρωσε ένα μικρό, τόσο δα πράσινο κλαράκι.


Ο καιρός περνούσε και το κλαράκι έγινε κλωνί και το κλωνί έγινε κλώνος και ο κλώνος έγινε ένα μικρό όμορφο δεντράκι.


Το βουνό σαν είδε την καινούργια ζωή, ένιωσε χαρά μεγάλη.


«Επί τέλους, είπε, δεν θα είμαι μόνο από πέτρα, θα έχω και κάτι πράσινο να απαλύνει τη μοναξιά μου, ίσως αλλάξω και γίνω ένα καταπράσινο βουνό, ίσως γίνω και ένα δάσος και τότε, πω-πω τι ευτυχία, πουλιά θα πετούν γύρω μου και θα μου τραγουδούν».


Έτσι σκεφτόταν το πέτρινο βουνό και έκανε ότι μπορούσε για να βοηθήσει το μικρό δέντρο να μεγαλώσει.


Και πραγματικά, καθώς οι χειμώνες και τα καλοκαίρια έρχονταν και έφευγαν και καινούργιοι χειμώνες και καινούργια καλοκαίρια έβλεπαν το δέντρο να μεγαλώνει, το μικρό δεντράκι ψήλωσε, δυνάμωσε και τίναξε κλώνους και κλωνιά, έτσι που έγινε ένα κανονικό δέντρο.
Το βουνό καμάρωνε και χαιρόταν και από τη χαρά του άρχισε να ομορφαίνει.


Το δέντρο από την άλλη μεριά ήταν πολύ περήφανο για τον εαυτό του. Κοιτούσε γύρω του και αγαλλίαζε η ψηχή του που δεν υπήρχε τίποτε άλλο πιο όμορφο από το ίδιο. Κάθε πρωί μετρούσε το μπόι του και ανυπομονούσε να ψηλώσει περισσότερο. Είχε βάλει στόχο να φτάσει στο ίδιο ύψος με τις δυο κορφές του βουνού που έβλεπε δεξιά και αριστερά του.


Μια φορά, κάποια από τις Άνοιξες που πέρασαν από το πέτρινο βουνό, στάθηκε λίγο περισσότερο, καμάρωσε κι εκείνη το δέντρο αλλά κάτι της φάνηκε παράξενο και θέλησε να το ξεδιαλύνει.


Κάθισε λοιπόν και μίλησε μαζί του. «Δεν χρειάζεται να ρωτήσω για την υγεία σου, του είπε, σε βλέπω πολύ ζωηρό, χλωμάδα δεν υπάρχει στο πρόσωπό σου, είσαι ψηλό και δυνατό. Ένα δεν καταλαβαίνω, αφού είσαι γερό, θα έπρεπε ήδη να έχεις ρίξει το σπόρο σου στη γη».
«Και γιατί να το κάνω αυτό;»
«Γιατί αυτός είναι ο νόμος της ζωής, έτσι γεννάει η μια ζωή την άλλη και γιατί μετά από αυτό θα έχεις μια ωραία παρέα», εξήγησε η Άνοιξη.
«Χα, γέλασε το δέντρο, μα εγώ δεν θέλω να γίνει έτσι, έχω άλλο σκοπό στη ζωή μου. Θέλω να ψηλώσω περισσότερο, θέλω να φτάσω τις κορφές».
«Άδικα κοπιάζεις, απάντησε η Άνοιξη υπομονετικά, αυτό δεν θα το καταφέρεις ποτέ».
«Μπα, έτσι λες , είπε το δέντρο με αναίδεια, θα το είχα ήδη καταφέρει αν εσύ ήξερες να κάνεις καλύτερα τη δουλειά σου,
 θα έπρεπε να μένεις περισσότερο κοντά μου και να με βοηθάς.
Φέτος θα μείνεις εδώ, δεν θα σε αφήσω να φύγεις πριν γίνει αυτό που θέλω», είπε με πείσμα το δέντρο.


Η Άνοιξη ευαίσθητη και τρυφερή καθώς είναι, απογοητεύτηκε από τα λόγια του ανόητου δέντρου και πέταξε μακριά από το πέτρινο βουνό.


Το βουνό που άκουσε τη συζήτηση, θέλησε να το λογικέψει .
«Είσαι τόσο όμορφο, είπε στο δέντρο, κρίμα να είσαι ανόητο, κάνε αυτό που σε συμβούλεψε η Άνοιξη, έτσι θα βοηθήσεις να πραγματοποιηθεί και το δικό μου όνειρο.
Ονειρεύομαι να αποκτήσω καταπράσινες πλαγιές».
«Αυτό ξέχνα το, είμαι μοναδικό και θα παραμείνω μοναδικό, και ύστερα με ενδιαφέρει μόνο το δικό μου όνειρο και καθόλου το δικό σου», είπε με έπαρση το δέντρο.


Το βουνό έγινε πιο γκρίζο από τη στεναχώρια του που τόσο καιρό έτρεφε μάταιες ελπίδες. και δεν ξαναμίλησε ούτε ξαναβοήθησε το δέντρο.


Η φιλοδοξία του δέντρου διαδόθηκε στη γύρω περιοχή και στα χρόνια που ήρθαν, όλοι είχαν την περιέργεια να δουν τι θα συμβεί.
Οι Άνοιξες έμεναν όλο και λιγότερο στο πέτρινο βουνό και οι χειμώνες περιγελούσαν το δέντρο καθώς το έβλεπαν να χάνει τα λίγα καινούργια βλαστάρια που είχε αποκτήσει.


Πέρασε πολύς καιρός και το δέντρο από τη μεγάλη προσπάθεια να ρίξει μπόι όλο και αδυνάτιζε, όλο και χλώμιαζε.
Δεν ήταν πια το δυνατό όμορφο δέντρί που όλοι καμάρωναν και όλοι περίμεναν να απλωθεί και να αγκαλιάσει το βουνό.


Στο τέλος, βαρέθηκαν να ασχολούνται μαζί του, ξέχασαν και την περιέργειά τους και έμαθαν μόνο το νέο που τους είπε ο τελευταίος χειμώνας που πέρασε από το πέτρινο βουνό.


. «Το βουνό είναι καλά και σας στέλνει χαιρετίσματα. Οι κορφές του είναι το ίδιο ψηλές και αγέρωχες. Το ανόητο δέντρο χάθηκε από την πλαγιά .
Είδα μόνον κάτι ξεραμένα ξύλα πεσμένα στη χαράδρα».



Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

O άνθρωπος το πουλί και το λουλούδι...

Βρέθηκαν κάποτε μαζί σε έναν κήπο, ένας άνθρωπος, ένα πουλί και ένα λουλούδι
Το λουλούδι είχε χρώματα σπάνια, ήταν όμορφο και δροσερό, μοσχοβολούσε και λικνίζονταν στο φύσημα του αγέρα.
Το πουλί ήταν χαριτωμένο, ανάλαφρο και κελαηδούσε όμορφα.
Ο άνθρωπος ήταν νέος και καλοφτιαγμένος. Καθόταν στο γρασίδι σκεφτικός και αφηρημένος με τα μάτια κλειστά.
Κάποια στιγμή ακούγεται μια φωνή να λέει.
-Αχ, πόσο σε λυπάμαι φίλε!
Πετάγεται όρθιος ο άνθρωπος να δει ποιος μίλησε, κανείς δε φαινόταν, σκέφτεται πως ήταν η φαντασία του και ξανακάθεται.
Σε λίγο ακούγεται πάλι η ίδια φωνή.

-Εχ, τίποτα δεν έχεις καταλάβει από τη ζωή...


Τρομάζει ο άνθρωπος ψάχνει γύρω, τίποτε, σκέφτεται πως αυτό εδώ το μέρος είναι στοιχειωμένο και τρέχει να φύγει.
Πριν κάνει δυο βήματα, πέφτει μπροστά του ένα πλασματάκι τόσο δα που ήταν και δεν ήταν αληθινό και του λέει.


-Πού πας άνθρωπε, μείνε να χαρείς την ομορφιά.


Ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να μιλήσει ούτε να κουνηθεί από την τρομάρα του και το πλασματάκι που ήταν και δεν ήταν συνεχίζει.
-Πιάσε κουβέντα με αυτό το όμορφο λουλούδι και κείνο το παραδεισένιο πουλί. Μίλησε μαζί τους και θα μάθεις πολλά.
Συνέρχεται ο άνθρωπος, σκέφτεται τα λόγια που άκουσε και αποφασίζει να κάνει ότι είπε το πλασματάκι. Πιάνει λοιπόν την κουβέντα στο λουλούδι.
-Τώρα που σε κοιτάζω βλέπω πως είσαι. όμορφο και μυρίζεις υπέροχα. Κρίμα όμως!
-Κρίμα, γιατί; ρωτάει το λουλούδι.
-Κρίμα γιατί σε λίγο θα μαραθείς
Ακούει το πουλί και μπαίνει στην κουβέντα.
-Αχ, ευτυχώς που δεν είμαι λουλούδι..
-Αχ, αναστενάζει πάλι ο άνθρωπος, και σένα σε κλαίω.
-Γιατί το λες αυτό; τιτιβίζει το πουλί, τι ανάγκη έχω εγώ που σκίζω τον αγέρα με τα δυνατά μου φτερά;
-Μπορεί να σκίζεις τον αγέρα και να έχεις δυνατά φτερά, αλλά δε σημαίνει τίποτα.
-Χα! Ποιός το λέει αυτό άνθρωπέ μου, δε βλέπεις που πετάω όπου θέλω;
-Πετάς τώρα, αν όμως αύριο σε σημαδέψει κάποιος με σφεντόνα; Θα σου σπάσει τα φτερά και δεν θα μπορείς να πετάξεις.
-Βρε τι είναι αυτά που λες; Κι εγώ που σου τραγουσούσα τόση ώρα! Δηλαδή νομίζεις πως είναι καλύτερα να μην έχει κανείς φωνή και φτερά;
-Ε, δε λέω, μπορεί εσύ να έχεις φωνή αλλά αν κάποτε πληγωθείς, θα μπορείς να κηλαϊδίσεις;

Το λουλούδι που παρακολουθεί χωρίς να μιλάει, ακούγεται να λέει.
-Α, όσο γι αυτό, εγώ δεν κινδυνεύω να μου σπάσουν τα φτερά..
-Ναι καλά, λέει ο άνθρωπος, εσένα όμως μπορεί να σε κόψουν.
-Ποιός να με κόψει καλέ και γιατί να το κάνει;
-Δεν έχεις ακούσει για λουλούδια που μπαίνουν στο βάζο;
-Πως, βέβαια, πετάγεται το πουλί, έχω δει ανθρώπους να κόβουν τα λουλούδια.
-Εσύ μη μιλάς, λέει ο άνθρωπος, γιατί εσένα μπορεί να σε πιάσουν και να σε κλείσουν σε κλουβί.
-Εμένα σε κλουβί, ας γελάσω, κάνει το πουλί. Τα πουλιά γεννήθηκαν για να πετούν ως τον ουρανό. Πώς να πετάξουν μέσα στο κλουβί;
-Αχ, κάνει ο άνθρωπος, τα πράγματα είναι ακριβώς όπως σας τα λέω, κρίμα είστε και οι δύο. Τόση ομορφιά χαμένη.


Σωπαίνουν για λίγο και οι τρεις. Το πουλί και το λουλούδι σκέφτονται τι μέτρα να πάρουν για να αποφύγουν τα δυσάρεστα που άκουσαν από τον άνθρωπο.
-Δηλαδή, λέει το πουλί για να μην πάθω όσα λες, πρέπει να σταματήσω να πετάω και να κρυφτώ σε έναν θάμνο. Τότε τι πουλί θα ήμουν;
-Μπα, εκεί μπορεί να σε αρπάξει η αλεπού, άσε που μπορεί να πέσεις σε καμιά παγίδα.
-Κι εγώ λέει το λουλούδι, να σταματήσω ν’ ανθίζω και να μυρίζω όμορφα. Μα τότε τι λουλούδι θα ήμουν;
-Δε βαριέσαι, ξαναλέει ο άνθρωπος και να σταματήσεις να ανθίζεις μπορεί να σε κόψουν από τη ρίζα.
-Μα αν είναι όπως τα λες γιατί να υπάρχουν λουλούδια και πουλιά στη φύση; ρωτούν και οι δύο με ένα στόμα.
-Άντε ντε, όλα είναι μάταια, απαντάει ο άνθρωπος αναστενάζοντας.
-Καλά για μας, ψιθυρίζει το λουλούδι, εσύ όμως γιατί είσαι δυστυχισμένος;
-Πώς να μην είμαι, κάνει ο άνθρωπος, μήπως εγώ ξέρω τι θα πάθω φεύγοντας από δω; Μπορεί στο δρόμο να με τσιμπήσει ένα φίδι, ή μπορεί να πέσει πάνω μου κεραυνός, ή να με σκοτώσει κανένας ληστής.
-Βρε τι είναι αυτό που μας βρήκε σήμερα, νευριάζει το πουλί, τι χαζό είμαι που κάθομαι και σε ακούω, μια καλή κουβέντα δεν μας είπες. Ας πετάξω εγώ όπως πετούσα να χαρώ αυτή τη θαυμάσια μέρα. Αυτό μου έλειπε τώρα να αρχίσω να φοβάμαι που είμαι πουλί.
Αυτά φώναξε και πέταξε ψηλά.
Το λουλούδι κοιτάζει το πουλί να πετάει και μαλώνει τον άνθρωπο.
-Βλέπεις τώρα τι έκανες, αν δεν μας έλεγες ανοησίες το πουλί θα καθόταν στα κλωνάρια μου και θα κάναμε μια χαρά παρέα. Στο κάτω- κάτω αν με κόψουν θα ανθίσουν άλλα λουλούδια. Μπα σε καλό σου, άσε με άνθρωπέ μου να λουστώ με τον ήλιο, να χορέψω με τ’ αγέρι και να μοσχοβολήσω. Πήγαινε στο καλό σου.


Ο άνθρωπος αναστενάζει πάλι και σηκώνεται να φύγει σκυφτός και κουρασμένος. Πριν κάνει δυο βήματα, πέφτει μπροστά του το πλασματάκι που ήταν και δεν ήταν.


-Τι να σου πω, του λέει, ρόιδο τα έκανες. Εγώ είπα να μιλήσεις με το λουλούδι και το πουλί γιατί νόμιζα πως θα ήσουν ευτυχισμένος βλέποντας τόση ομορφιά. Ήθελα να μάθεις από το πουλί πόση ευτυχία νιώθει όταν πετάει και από το λουλούδι πώς είδε τον ήλιο να στεγνώνει τις δροσοσταλίδες που του έριξε η νύχτα.


Άντε σύρε στο καλό, εύχομαι να μην πάθεις όσα φοβάσαι…


Μόνο να με θυμηθείς την επόμενη φορά που θα βρεθεί μπροστά σου ένα πουλί και ένα λουλούδι!