Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Ο Φαταούλας και ο Νηστικός


Μια φορά κι έναν καιρό, κάποτε και τώρα, ζούσαν στο ίδιο χωριό δίπλα - δίπλα δυο άνθρωποι ίδιοι αλλά και διαφορετικοί.
Ήταν ίδιοι γιατί όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται τα ίδια για να ζήσουν και ήταν διαφορετικοί γιατί ο ένας έτρωγε πολύ και ήταν χοντρός ενώ ο άλλος δεν είχε να φάει και ήταν αδύνατος.
Τον χοντρό άνθρωπο τον έλεγαν Φαταούλα και τον αδύνατο Νηστικό.
Ο Φαταούλας κάθε πρωί που ξυπνούσε, έστρωνε τραπέζι και έτρωγε μέχρι που του κοβόταν η ανάσα. Μόλις απότρωγε, πήγαινε για ψώνια γυρνούσε στο σπίτι, ξαναέστρωνε τραπέζι και το έριχνε πάλι στο φαγοπότι.
Με λίγα λόγια ο Φαταούλας όλη μέρα έκανε δυο δουλειές, έτρωγε και γέμιζε τ' αμπάρια του.
Ο Νηστικός κάθε πρωί που ξυπνούσε  δεν εύρισκε τίποτε να φάει, πήγαινε στα σκουπίδια του Φαταούλα μήπως και βρει τίποτε αποφάγια. Αν ήταν τυχερός, γυρνούσε σπίτι του και λάδωνε τ’ άντερό του προσωρινά. Αν η τύχη δεν τον βοηθούσε έπεφτε στο κρεβάτι και περίμενε να περάσει η μέρα γιατί τα πόδια του δεν τον κρατούσαν.
Ο καιρός περνούσε, ο Φαταούλας όλο χόντραινε και ο Νηστικός όλο και αδυνάτιζε, γιατί τελευταία τα σκουπίδια του Φαταούλα ήταν αδειανά από φαγώσιμα.
Ο Νηστικός δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε όλα εκείνα τα αποφάγια, αφού έβλεπε πως τα περισσεύματα έφταναν να χορτάσουν πλήθος σαν εκείνον.

Και μια φορά που ο Νηστικός είχε μέρες να βάλει μπουκιά στο στόμα του, πήγε απελπισμένος στο σπίτι του Φαταούλα να ζητιανέψει ένα πιάτο φαγητό από τα αποφάγια του.
«Γείτονα, του είπε, όπως βλέπεις εμένα ο θεός δεν με βοήθησε να έχω τα δικά σου καλούδια. Εσύ πήρες το καλύτερο κομμάτι της γειτονιάς και μένα μου έλαχε το ξεροβούνι. Δεν φυτρώνει ούτε τσουκνίδα και η μόνη μου ελπίδα για να μην πεθάνω της πείνας είσαι εσύ. Βλέπω ότι κάθε μέρα σου περισσεύουν τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ, θα μπορούσες να με αφήνεις να τρώω από τα περισσεύματα».
Ο Φαταούλας τον κοίταξε από πάνω ως κάτω, γέλασε κοροϊδευτικά και είπε με ψεύτικη συμπόνοια.
«Αχ άνθρωπέ μου, πού τα είδες τα περισσεύματα, να ήξερες πόσο δύσκολα περνάω κι εγώ.
Τι νομίζεις πως δεν θέλω να σε βοηθήσω; Ορίστε, σου επιτρέπω να έρχεσαι όποτε θες να ψάχνεις τα σκουπίδια μου και ότι βρίσκεις να το παίρνεις.
Άντε στο καλό και ο θεός να σε βοηθήσει».
Σαν πήγε σπίτι του ο Νηστικός έπεσε σε βαθιά σκέψη.
«Βρε καλός άνθρωπος φαίνεται. Λες να είναι τα πράματα όπως τα λέει; Αλλά πάλι, τι το χρειάζεται τόσο φαί και τα σκουπίδια του, πώς και δεν βρίσκω τίποτε εκεί μέσα αυτό τον καιρό;
Μπα, κάτι δεν μου φαίνεται σωστό αλλά ας περιμένω λίγο να δω τι γίνεται».

Την άλλη μέρα εκεί που έψαχνε γύρω μήπως και φύτρωσε καμιά ρίζα στην αυλή του, βλέπει τον Φαταούλα να κάθεται στο τραπέζι και να τρώει τον περίδρομο.
«Αχά, λέει, σήμερα κάτι θα ξετρυπώσω δεν μπορεί, τόσο ψητό έχει περιδρομιάσει, τι θα τα κάνει τα κόκαλα; Ας περιμένω να αποσώσει και θα πάω να ψάξω».
Κάθεται στο χώμα και περιμένει τον γείτονα να σηκωθεί από το φαγοπότι..
Μετά από ώρα τον βλέπε να μαζεύει τ’ αποφάγια σε μια γαβάθα και να καθαρίζει το τραπέζι.
«Υπομονή, σκέφτεται, σε λίγο θα χορτάσω κι εγώ».

Κι εκεί που καθόταν κάνονταας υπομονή, τον βλέπει αντί να περπατά προς τα σκουπίδια, τι κάνει λέτε; Πάει στην άκρη της αυλής του, ανοίγει έναν βαθύ λάκκο και πετά εκεί μέσα τα φαγητά του!
Του Νηστικού του ήρθε μιά ζάλη από την κατάπληξη. Με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει σηκώνεται και φωνάζει.
«Τι κάνεις εκεί βρε άθλιε Φαταούλα; Δεν σου είπα πως αν δεν φάω κάτι είναι τα τελευταία μου;»
«Τι να σου κάνω κι εγώ άνθρωπέ μου, τα σκουπίδια μου έχουν γεμίσει, θα με φαν οι μύγες αν δεν τα θάψω».
«Βρε πεθαίνω σου λέω, κρίμα να τα θάψεις, καλύτερα είναι να τα φάει το χώμα;
Σβήνω από ώρα σε ώρα»
«Στ’ αλήθεια πεθαίνεις; ρωτάει ο Φαταούλας με ενδιαφέρον. Κοίτα, πριν πεθάνεις άσε μου το σπίτι.
Τι στο καλό γείτονες είμαστε, γιατί να το πάρει ξένος άνθρωπος!»
Ο Νηστικός σαν είδε πως δεν γινόταν τίποτε, έπεσε ανάσκελα, έκλεισε τα μάτια μη δει τουλάχιστον το Χάρο που γυρόφερνε.
Πέρασε το μεσημέρι, πέρασε το απόγευμα και λίγο πριν σβήσει, μια φασαρία τον έκανε να αργοανοίξει τα μάτια
Μέσα στη θολούρα του είδε στο διπλανό σπίτι τέσσερις να βγάζουν τον Φαταούλα σηκωτό, να τον φορτώνουν στο κάρο του νεκροθάφτη, και πρόλαβε ν’ ακούσει κάποιον να λέει
«Θεός σχωρέστον κι αυτόν. Έσκασε από το πολύ φαί».
Και ο Νηστικός ξεψύχησε!






Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Ο άνθρωπος που ήθελε να πάει στο Παράδεισο




Τα παλιά τα χρόνια ζούσε στη χώρα μου ένας άνθρωπος που διέφερε λίγο από τους άλλους.
Από μικρό παιδί είχε βάλει έναν σκοπό στη ζωή του.
Να πάει στον Παράδεισο!
Σα μεγάλωσε, ένα πρωί χαιρετάει μάνα, πατέρα και αδέλφια και φεύγει από το σπίτι.
Περπάτησε, περπάτησε με ήλιο και βροχή, σε κάθε χωριό που βρίσκονταν στο δρόμο του σταματούσε και ρωτούσε.
“Ξέρει κανείς το δρόμο που πάει στον Παράδεισο;”
”Στρίψε αριστερά του έλεγε ο ένας, στρίψε δυο φορές δεξιά και θα πέσεις πάνω του, έλεγε ο δεύτερος.
Ρώτησε πολλούς και έκανε ότι του έλεγε ο καθένας, αλλά παράδεισο δεν εύρισκε.
Πέρασαν μήνες και μήνες, πέρασαν χρόνια και κάποια μέρα σκέφτηκε να πάει να συναντήσει τους σοφούς δασκάλους που ζούσαν στην πρωτεύουσα.
Οι σοφοί όμως ήταν πολλοί και ο άνθρωπος αποφάσισε να τους πάρει με τη σειρά, ξεκινώντας από τον μικρότερο.
“Για να βρεις το δρόμο προς Παράδεισο, του λέει εκείνος, πρέπει πρώτα να βοηθήσεις πολλούς φτωχούς”.
“Μα εγώ δεν είμαι πλούσιος”, κάνει ο άνθρωπος.
“Εγώ αυτό ξέρω, αυτό σου λέω”.
Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, πάει στο δεύτερο.
“Για να πας στον Παράδεισο πρέπει πρώτα ν’ αγαπήσεις τον κόσμο”, λέει κι εκείνος.
“Τους αγαπάω και Παράδεισο δεν βρίσκω”.
“Εγώ αυτό ξέρω, αυτό σου λέω”.
Δεν βγάζει νόημα και πάει στον τρίτο.
“Α, δεν είναι εύκολο, για να πας στον Παράδεισο πρέπει πρώτα να περάσεις από σαράντα κύματα”.
“Πού να βρω θάλασσα σοφέ μου, μόνο έρημος υπάρχει”.
Για να μην τα πολυλογούμε, άκρη δε βρίσκει και φτάνει στον τελευταίο, τον μεγαλύτερο και τον σοφότερο από τους σοφούς.
“Μόνον εσύ μου απόμεινες, από μικρό παιδί ένα όνειρο έχω, θέλω να πάω στον Παράδεισο, κίνησα από μακριά, χρόνια ταξιδεύω, κουράστηκα. Δείξε μου το δρόμο”.
“Γιατί τόσος κόπος, του λέει ο γερο –σοφός, υπάρχουν αμέτρητοι δρόμοι που οδηγούν στον Παράδεισο.
Τόσοι, όσοι και οι άνθρωποι.
Εσύ, πριν φύγεις από το σπίτι σου, έψαξες καλά; Το μονοπάτι που ξεκινά από την αυλή σου και οδηγεί στην οικογένειά σου το έχεις δει;



Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Σ' αγαπώ το ξέρεις;


               Ο Αχιλλέας είναι πολύ χαρούμενος, γιατί θα μείνει με τη γιαγιά του λίγες ημέρες στο χωριό. Περνάει πολύ όμορφα μαζί της. Η γιαγιά τον αγαπάει και τον αφήνει να παίζει όσο θέλει στη μεγάλη αυλή.
               Η γιαγιά είναι ήδη έτοιμη και ο Αχιλλέας από τη βιασύνη του ξεχνάει να χαιρετήσει τη μαμά, τον μπαμπά και το μικρό του αδελφάκι.
            -Αχιλλέα, ακούει τη μητέρα να φωνάζει, έλα να σε φιλήσω και να θυμάσαι, σ' αγαπώ πολύ.
Το ίδιο κάνει και ο πατέρας.
            -Αχιλλέα, να προσέχεις και να θυμάσαι ότι σ' αγαπώ πολύ. Πήγαινε τώρα να χαιρετήσεις και το μωρό μας.
             Ο Αχιλλέας βαριεστημένος φωνάζει από την πόρτα.
            -Άντε γεια.
              Επί τέλους, φτάνουν στο χωριό και το αγόρι ξεχύνεται στην αυλή τρέχοντας από δω κι από κει. Κλωτσάει ότι βρίσκει μπροστά του, τις πέτρες, το χώμα, το γρασίδι. Κάποια στιγμή γλιστρά και πέφτει στο έδαφος. Καθώς σηκώνει το κεφάλι του βλέπει να τον κοιτάζουν δυο στρογγυλά ματάκια.           
             Ο Αχιλλέας έκπληκτος, ρωτά..
            -Τι είσαι εσύ; Άσχημος μου φαίνεσαι.
            -Αχ, τι κρίμα! Άλλο περίμενα να μου πεις, ακούει μια ψιλή φωνή. Αλλά αφού με ρωτάς θα σου απαντήσω. Μοιάζω με βατράχι αλλά δεν είμαι βατράχι. Άντε γεια!
Και αυτό που έμοιαζε αλλά δεν ήταν βατράχι, εξαφανίστηκε πίσω από έναν θάμνο.
             Ο Αχιλλέας δεν καταλαβαίνει τίποτε και συνεχίζει να τρέχει.
             Όμως πάλι κάπου σκοντάφτει και ξαναπέφτει στο έδαφος.
             Καθώς προσπαθεί να σηκωθεί, βλέπει απέναντί του να τον κοιτάζει ένα μικρό κεφαλάκι.                  
             Τώρα ανοίγει διάπλατα τα μάτια του από την έκπληξη.
            -Τι είσαι εσύ; ρωτά με περιέργεια. Παράξενος μου φαίνεσαι.
            -Αχ τι κρίμα! Άλλο περίμενα να μου πεις, ακούγεται μια ψιλή φωνή. Αλλά αφού με ρωτάς θα σου πω. Μοιάζω με χελώνα αλλά δεν είμαι χελώνα. Άντε γεια!
              Η χελώνα που έμοιαζε αλλά δεν ήταν χελώνα, εξαφανίστηκε πίσω από τη μεγάλη ελιά.
              Ο Αχιλλέας πάλι δεν καταλαβαίνει. Τινάζει το χώμα από τα ρούχα του και αρχίζει να τρέχει προς το κοτέτσι. Φαίνεται όμως πως είχε κουραστεί από το ταξίδι, γιατί πέφτει για τρίτη φορά.
Καθώς κάνει να σηκωθεί, βλέπει πολύ κοντά στο δικό του πρόσωπο μια μαύρη αγκαθωτή μπάλα να κουνιέται πίσω μπρος. Τέτοια μπάλα δεν είχε στα παιχνίδια του. Απλώνει το χέρι να την πιάσει αλλά τον προλαβαίνει μια σιγανή φωνή.
             -Μη με αγγίζεις, δεν είμαι αυτό που νομίζεις.
             -Τι είσαι δηλαδή; ρωτά ο Αχιλλέας. Πάντως είσαι ένα άσχημο πράγμα.
              -Αχ, τι κρίμα. Δεν είπες αυτό που ήθελα ν’ ακούσω. Αλλά αφού με ρωτάς θα σου πω. Μοιάζω με σκαντζόχοιρο, αλλά δεν είμαι σκαντζόχοιρος. Άντε γεια!
                Ο σκαντζόχοιρος που έμοιαζε αλλά δεν ήταν, ξεδιπλώθηκε και περπάτησε μέχρι τη μεγάλη κληματαριά.
                Ο Αχιλλέας μένει για λίγο ακίνητος. Τώρα καταλαβαίνει πως κάτι περίεργο συμβαίνει στο σπίτι της γιαγιάς. Το σκέφτεται λίγο, δεν βγάζει άκρη και πάει να ξαπλώσει. Η γιαγιά μόλις τον βλέπει κατακόκκινο από το τρέξιμο τον αγκαλιάζει και του λέει.
              -Χαίρομαι να σε βλέπω χαρούμενο. Σ' αγαπώ πολύ!
                Ο φίλος μας εκείνο το βράδυ άργησε να κοιμηθεί. Ήθελε ν' ανακαλύψει τι ήταν αυτό το άλλο που περίμεναν ν’ ακούσουν τα τρία μικρά ζωάκια. Δεν μπόρεσε όμως να δώσει απάντηση και από την πολλή σκέψη τον πήρε ο ύπνος

                Το άλλο πρωί o Αχιλλέας νωρίς-νωρίς βγήκε στην αυλή. Σήμερα δεν τρέχει.
Πάει περπατώντας μέχρι το μέρος που συνάντησε τα ζωάκια που έμοιαζαν αλλά δεν ήταν βατράχι, χελώνα και σκαντζόχοιρος.
Περιμένει, περιμένει, ψάχνει ξαναψάχνει, κανένας πουθενά
Απογοητεύεται και σκέφτεται πως σίγουρα όλα τα χθεσινά τα ονειρεύτηκε.                       
                Κρίμα! Θα του άρεσε να ήταν αλήθεια. Άλλωστε είναι πολύ περίεργος να μάθει τι περίμεναν ν’ ακούσουν από αυτόν τα μικρά ζωάκια.
                Για να ξεχάσει τη στεναχώρια του, πάει και κάθεται κάτω από μια μεγάλη ελιά.
Ο ουρανός είναι καταγάλανος, ο καιρός ζεστός και τα πουλιά τραγουδούν τα δικά τους τραγούδια. Ανάμεσα στο κελάηδημα των πουλιών, ένας τζίτζικας σφυρίζει και αυτός το δικό του τραγούδι.
               «Είναι πολύ όμορφα εδώ», σκέφτεται ο Αχιλλέας και κλείνει τα μάτια.
Ξαφνικά, λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, κάτι παίρνει το αυτί του. Ανάμεσα στα τιτιβίσματα ακούγονται λέξεις ανθρώπινες. Δεν είναι σίγουρος αν τραγουδά ο τζίτζικας ή κάποιο πουλί, καταλαβαίνει όμως πολύ καλά τα λόγια του.


                           Να λες τη μαγική τη λέξη, να τη λες, να τη λες
                           Βρες τη μαγική τη λέξη που θα λες, θα ξαναλές
                           Το βατράχι κι η χελώνα δε ζητούν πολλά
                           Να την πεις τη μαγική τη λέξη και θα είναι μια χαρά.


                           Ο σκαντζόχοιρος επίσης, εσύ άσχημο τον λες

                           Μα η μαγική η λέξη που θα λες, θα ξαναλές
                           Θα τον κάνει να αλλάξει και να γίνει πιο γλυκός
                           Και θα λες όταν τον βλέπεις, τι ωραίος είν’ αυτός!


                           Βρες τη μαγική τη λέξη, κι αν δεν ξέρεις θα σου πω
                           Σ’ αγαπώ είναι η λέξη, Σ’ αγαπώ, Σε αγαπώ!

               Το τραγούδι σταματάει. Ο Αχιλλέας χωρίς να το καταλάβει αρχίζει να τραγουδάει το ίδιο τραγούδι.
Έτσι τραγουδώντας, γυρνά πίσω και σταματά στη μεγάλη κληματαριά που είχε τρυπώσει ο σκαντζόχοιρος.
Μόλις το τραγούδι τελειώνει λέει σιγανά.
                 -Σ’ αγαπώ το ξέρεις; Είσαι ή δεν είσαι σκαντζόχοιρος, είσαι ή δεν είσαι μπάλα αγκαθωτή, ότι και να είσαι εγώ σε αγαπώ!
                  Τότε έγινε ένα θαύμα! Ο σκαντζόχοιρος βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του χοροπηδώντας από χαρά. Είναι πολύ χαριτωμένος και τα αγκάθια δεν φαινόταν σχεδόν καθόλου.
                 -Σ’ ευχαριστώ μικρό αγόρι που είπες ότι με αγαπάς. Με τη λέξη αυτή ελευθερώθηκα! Τώρα όχι μόνο μοιάζω, αλλά είμαι σκαντζόχοιρος! Αχ, τι όμορφα νιώθω που είμαι σκαντζόχοιρος! Είμαι ευτυχισμένος!
                 -Μα χθες μου είπες ότι δεν είσαι, διαμαρτύρεται ο Αχιλλέας.
                 -Σου το είπα γιατί ντρεπόμουν. Κανείς δεν συμπαθεί έναν σκαντζόχοιρο. Και ύστερα μέχρι χθες κανείς δεν είπε πως με αγαπάει γι αυτό που είμαι! Μακάρι να λες συχνά αυτή τη λέξη, συμπλήρωσε και χάθηκε χοροπηδώντας.
                   Ο Αχιλλέας συγκινήθηκε. Για φαντάσου, τόσο απλό είναι να κάνεις κάποιον ευτυχισμένο, αναρωτήθηκε.
                   Συνεχίζει να περπατά τραγουδώντας το τραγούδι των πουλιών.
Θέλει να συναντήσει τη χελώνα.
Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ. Βρέθηκε κι εκείνη ξαφνικά μπροστά του.
                 -Τραγουδάς πολύ όμορφα, την ακούει να του λέει. Θέλω ν’ ακούσω πάλι τον τραγούδι σου.    
                   Ο Αχιλλέας κάθεται δίπλα της και τραγουδά.
                           Σ’ αγαπώ είναι η λέξη, Σ’ αγαπώ, σε αγαπώ!!!
                    Η χελώνα λίγο ακόμα και θα βγει  από το καβούκι από τη μεγάλη της χαρά..
                 - Δεν φαντάζεσαι πόσο ευτυχισμένη είμαι! Είμαι μια ευτυχισμένη χελώνα! λέει και ξαναλέει.
                   -Μα χθες μου είπες πως δεν είσαι αυτό που φαίνεσαι. Είσαι ή δεν είσαι χελώνα;
                   -Αχ μικρό αγόρι και νάξερες πόσο μας κοροϊδεύουν εμάς τις χελώνες. Θέλεις που περπατάμε αργά, θέλεις που κουβαλάμε στην πλάτη ένα ολόκληρο σπίτι, η λέξη χελώνα ακούγεται σαν βρισιά. Ντρεπόμαστε που είμαστε χελώνες. Αλλά αυτό μέχρι πριν από λίγο. Τώρα ξέρω πως εσύ με αγαπάς. Μ’ αγαπάς που είμαι χελώνα, είμαι περήφανη που είμαι χελώνα! Μακάρι να τη λες συχνά αυτή τη λέξη, συμπλήρωσε και μπήκε στο σπιτάκι της.
                    Ο Αχιλλέας φουσκώνει από χαρά. Δεν είναι και λίγο να κάνεις κάποιον ευτυχισμένο.
                    Τώρα πρέπει να βρει και το βατράχι. Την πρώτη φορά που συναντήθηκαν του είπε πως είναι άσχημο και σίγουρα το στεναχώρησε. Ενώ σκεφτόταν, ακούει να τον φωνάζουν.
                  -Από δω έλα από δω, κοντά στο συντριβάνι είμαι.
                    Στο συντριβάνι ο Αχιλλέας συναντά το βατράχι. Τώρα που το κοιτά καλύτερα, κάθε άλλο παρά άσχημο ςίναι.
                  - Είσαι όμορφο και σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σε αγαπώ.... τραγουδά μέσα από την καρδιά του.
                    Το βατράχι κάνει ένα μεγάλο πήδο και βρίσκεται στον ώμο του Αχιλλέα. Σκύβει μάλιστα και τον φιλά στο μάγουλο.
                   - Αχ μικρό αγόρι, να ήξερες τι είπες μόλις τώρα. Είπες τη μαγική τη λέξη που ήθελα ν’ ακούσω. Ω επί τέλους! Επί τέλους χαίρομαι που είμαι βάτραχος!
                    -Είσαι βάτραχος, ρωτά το παιδί με περιέργεια, τότε, γιατί χθες μου είπες πως δεν είσαι;
                    -Γιατί...γιατί, τι να σου λέω τώρα. Ντρεπόμουν τόσο πολύ που είμαι βάτραχος.
Αφού να φανταστείς, σε ένα παραμύθι λένε πως είμαι ένας άσχημος βάτραχος και το φιλί μιας κοπέλας με μεταμορφώνει σε όμορφο πρίγκιπα.
Νόμιζα πως θα γινόταν το ίδιο και μ’ εμένα.
Τώρα όμως.... Χαίρομαι τόσο πολύ που είμαι βάτραχος και όχι πρίγκιπας! Εσύ αγαπάς εμένα, όχι τον πρίγκιπα!.
Όχι, όχι δεν θέλω να γίνω πρίγκιπας, είμαι ευτυχισμένος που είμαι βάτραχος, φωνάζει χοροπηδώντας από τον έναν ώμο του Αχιλλέα στον άλλον.
Γεια σου αγόρι και να θυμάσαι να λες τη μαγική τη λέξη. Θα κάνεις πολλούς ευτυχισμένους.!
                      Ο Αχιλλέας ένιωθε περήφανος. Έμαθε τόσα πολλά αυτές τις δύο μέρες.
                     Από τότε λέει συχνά τη μαγική λέξη. Στη γιαγιά, στον πατέρα, τη μητέρα, στο μικρό του αδελφάκι, στους φίλους του.
                     Μόλις λέει «σ’ αγαπώ», τα πρόσωπα λάμπουν.
                     Όλοι με σιγουριά το ξέρουν τώρα, πως αυτή η λέξη είναι πραγματικά μαγική!