Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Ένα χελιδόνι τα Χριστούγεννα...


Κάπου στη γη, υπάρχει μια μικρή πόλη που οι κάτοικοί τους αγαπούν πολύ τα έλατα.
Για το λόγο αυτό η πόλη ονομάζεται Ελατούπολη.
Στην άκρη της Ελατούπολης, βρίσκεται από τα πολύ παλιά χρόνια ένα μικρό δάσος με έλατα.
 Οι άνθρωποι της πόλης το αγαπούν και το φροντίζουν τόσο πολύ που το δάσος κάθε χρόνο που περνάει γίνεται όλο και πιο όμορφο.
Κάθε Χριστούγεννα, όλα τα σπίτια της Ελατούπολης στολίζονται με έλατα που παίρνουν από το δάσος, και το λέμε αυτό γιατί τα δικά τους δέντρα έχουν κάτι μοναδικό και ξεχωριστό.
Ενώ τα έλατα όλου του κόσμου πετιούνται μετά τις γιορτές, τα δικά τους, ξαναφυτεύονται και περιμένουν την επόμενη χρονιά για να ξαναστολιστούν.
Και δε φτάνει αυτό, γίνεται και κάτι άλλο πολύ πιο παράξενο στην Ελατούπολη τα Χριστούγεννα. Μαζί με τα έλατα που παίρνουν στα σπίτια τους οι κάτοικοι, έρχονται και όλα τα ζωάκια που ζουν ανάμεσά τους.
Τα Ελατοπουλόπουλα, τα παιδιά της Ελατούπολης δηλαδή, δε στολίζουν το δέντρο τους με πολύχρωμες μπάλες, καμπανούλες και αστεράκια, αλλά… με τα ίδια τα ζωάκια.
Έτσι λοιπόν σε κάθε δέντρο βλέπεις να κάθονται καμαρωτά-καμαρωτά πάνω στα κλαδιά, σκιουράκια, νυφίτσες, λαγοί, ποντικάκια, κουκουβάγιες και άλλα πουλιά.
Επιστήμονες απ’ όλο τον κόσμο έρχονται στην πόλη να ερευνήσουν αυτό το εξαιρετικό φαινόμενο, αλλά μέχρι τώρα δεν έμαθαν τίποτε.
Βλέπετε, υπάρχει ένα μυστικό που το ξέρει μόνο… ένα χελιδόνι και μου το ψιθύρισε μια νύχτα χριστουγεννιάτικη.
Εγώ θα το πω μόνο σε σας που είστε σήμερα εδώ, γιατί είναι και πάλι Χριστούγεννα και ελπίζω… να μην το μάθει άλλος κανείς.

Με τόσα παράξενα λοιπόν, όλοι στο δάσος έχουν να λένε πόσο όμορφα είναι τα δικά τους Χριστούγεννα και το συζητούν ολόκληρο τον υπόλοιπο χρόνο.
 Έτσι το μαθαίνουν και τα πουλιά που έρχονται στο δάσος την Άνοιξη και φεύγουν το Φθινόπωρο. Όπως ας πούμε τα χελιδόνια.
Για να πούμε όμως την αλήθεια, δεν ήταν πάντα έτσι, τα παλιά χρόνια και τα δέντρα της Ελατούπολης στολίζονταν με τον κανονικό τρόπο.
Δείτε πώς έγινε και άλλαξαν τα πράγματα.

Κάποια Άνοιξη, έτυχε να γεννηθεί στο ελατόδασος, ένα χελιδόνι διαφορετικό από τα άλλα.
Με το πρώτο του πέταγμα έβαλε τη χελιδονομαμά σε μεγάλους μπελάδες.
Πετούσε πιο μακριά από τα άλλα και αργούσε να γυρίσει στη φωλιά.
Πετώντας από δω και από κει, κάποια μέρα κάθισε να ξεκουραστεί στο πιο μεγάλο έλατο.
Εκεί άκουσε να συζητούν για όσα γίνονταν κάθε Χριστούγεννα.
Τα Χριστούγεννα, έλεγε το μεγάλο έλατο, είναι η πιο όμορφη εποχή του χρόνου για μας, κι εμείς γινόμαστε τα πιο όμορφα δέντρα του κόσμου.
Να φανταστείτε πως από καταπράσινα γινόμαστε κάτασπρα από το χιόνι που πέφτει πάνω μας. Ύστερα, μας παίρνουν οι άνθρωποι στα σπίτια, μας στολίζουν με χρυσό και ασήμι, διαμάντια και μπριλάντια, τα φώτα λάμπουν γύρω μας και οι άνθρωποι χορεύουν και γίνονται γιορτές μεγάλες και όλοι μας θαυμάζουν.
Να δείτε μόνο πόσα παιχνίδια κρεμούν στα κλαδιά μας. μάγους και νεράιδες, αγιοβασίληδες και ξωτικά, ζωάκια και πουλιά, μαγικά μανιτάρια που παίζουν μουσική, όμορφες κούκλες και φρούτα εξωτικά, τίποτε, τίποτε δεν λείπει από πάνω μας.
Όλα είναι σαν όνειρο.
Μόνο… μόνο που μετά τις γιορτές τα πράγματα αλλάζουν.
Τότε γινόμαστε δυστυχισμένοι, γιατί τα χριστουγεννιάτικα έλατα δεν ξαναγυρίζουν κοντά μας.
Οι άνθρωποι ξαφνικά γίνονται πολύ σκληροί μαζί τους, Τα σπάζουν και τα καίνε στο τζάκι, άλλα πάλι βρίσκονται ξεραμένα, πεταμένα στα σκουπίδια.
Εδώ και χρόνια, ψάχνουμε τρόπο να παίρνουμε πίσω τους φίλους μας.
Παρ’ όλα αυτά, τα Χριατούγεννα είναι οι πιο όμορφες γιορτές.
Όση ώρα το μεγάλο έλατο μιλούσε, το μικρό χελιδόνι άκουγε με προσοχή.
 Έμαθε τόσα καινούργια πράγματα, ούτε που τα φανταζόταν.
Έπρεπε να ζήσει κι εκείνο τα Χριστούγεννα, έτσι όπως τα ζούσαν και τα έλατα.
Πήρε το λόγο και είπε.
«Λοιπόν, ξέρετε κάτι; Αποφάσισα να μείνω εδώ μέχρι τα Χριστούγεννα.
Θέλω να γίνω κι εγώ ένα χριστουγεννιάτικο παιχνίδι, να στολίσω ένα έλατο και όλοι να με θαυμάζουν».
«Αυτό βγάλτο από το μυαλό σου, είπε το έλατο, εσείς τα χελιδόνια δεν μπορείτε να ζήσετε στο κρύο και το χιόνι».
«Δεν μπορεί, κάποιος τρόπος θα υπάρχει, κι εγώ θα τον ανακαλύψω», απάντησε με πείσμα το χελιδόνι.

Η Άνοιξη πέρασε και στις αρχές του Φθινοπώρου που η οικογένεια ετοιμάζονταν για το ταξίδι στα ζεστά μέρη, το μικρό χελιδόνι, ανακοίνωσε πως εκείνο θα έμενε το χειμώνα στο δάσος.
Είπαν και τι δεν είπαν να το πείσουν να φύγει μαζί τους, τίποτε το χελιδόνι.
Έτσι έμεινε μόνο του στο δάσος με τα έλατα.
Ο καιρός άρχισε σιγά-σιγά να κρυώνει. Βροχές και κεραυνοί έπεφταν στο δάσος και το μικρό χελιδόνι  έγινε αδύναμο και δεν μπορούσε να πετάξει.
Το μεγάλο έλατο, έκανε ότι ήταν δυνατόν για να το προστατέψει.
Το σκέπαζε με τα πιο παχιά του κλαδιά, το τάιζε με τον χυμό του, και του έδινε κουράγιο.
«Μη φοβάσαι, του έλεγε, ο καιρός δεν είναι πολύ άσχημος φέτος, κρατήσου μέχρι τα Χριστούγεννα και να δεις που τη νύχτα των Χριστουγέννων, θα γίνει κάποιο θαύμα για σένα».
Και μια μέρα, εκεί που το χελιδόνι είχε σχεδόν παγώσει, το μεγάλο έλατο του φώναξε πως επί τέλους ήταν Χριστούγεννα.
«Απόψε φτάνει η νύχτα των Χριστουγέννων, έχε το νου σου, και μόλις δεις ένα αστέρι να πέφτει, κάνε μια ευχή. Σκέψου τι θέλεις πιο πολύ».
«Αυτό που θέλω πιο πολύ είναι να στολίσω το Χριστουγεννιάτικο δέντρο», είπε με κόπο το χελιδόνι
«Αυτή η ευχή δεν είναι καλή, τα στολίδια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ψεύτικα», είπε ανήσυχο το έλατο.
«Δε με νοιάζει», απάντησε με πείσμα το χελιδόνι.
Σε λίγες ώρες, έπεσε σκοτάδι στο δάσος και το χελιδόνι έκανε μεγάλη προσπάθεια να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά για να δει το αστέρι που θα έπεφτε στη γη.
Περίμενε και περίμενε και κάποια στιγμή, νάτο, ένα μικρό αστεράκι ερχόταν με βιασύνη κατά πάνω στο μεγάλο έλατο.
«Εύχομαι να γίνω χριστουγεννιάτικο στολίδι», φώναξε το χελιδόνι με όσες δυνάμεις του απέμειναν.
Τότε, το αστέρι σταμάτησε να πέφτει και στάθηκε πάνω από το κεφάλι του.
«Μα τι λες, αν γίνει αυτό εσύ θα είσαι ένα ψεύτικο χελιδόνι», είπε το αστέρι.
«Δε με νοιάζει», είπε πάλι το μικρό χελιδόνι.
«Καλά, έκανε στεναχωρημένο το αστέρι, αλλά ζήτα τουλάχιστον και κάτι που από ψεύτικο να γίνει αληθινό, νύχτα Χριστουγέννων είναι, έχω δικαίωμα να κάνω δύο θαύματα»
Τότε το χελιδόνι θυμήθηκε τη στεναχώρια του μεγάλου έλατου όταν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα δεν γύριζαν πίσω στο δάσος και είπε.
«Εύχομαι τα χριστουγεννιάτικα δέντρα να μην ξεραίνονται αλλά να ξαναφυτεύονται».
Μόλις τέλειωσε τη φράση του έγινε ένα όμορφο γαλαζωπό ξύλινο χελιδονάκι και βρέθηκε κρεμασμένο σε ένα όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο που στόλιζε τη σάλα κάποιου από τα σπίτια της Ελατούπολης.
Αυτό το μυστικό μου είπε το χελιδόνι, αυτό το μυστικό σας λέω κι εγώ.
Έτσι έγινε και τα έλατα του ελατόδασους της Ελατούπολης, ξαναγυρίζουν στη θέση τους μετά τα Χριστούγεννα...


Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

To παιδί που βρήκε ένα αστέρι...




Η νύχτα που βρέθηκε ο μικρός Άμπεν στο δάσος, ήταν η πιο παγωμένη νύχτα του χειμώνα.
Tα δέντρα και οι θάμνοι φαίνονται κρυστάλλινα από την παγωνιά.
Το χώμα έχει μια στρώση από άσπρη αφράτο χιόνι.
Όλα είναι τόσο όμορφα που μοιάζουνν μαγικά.
Μα είναι στ’ αλήθεια μαγικά, γιατί αυτή η νύχτα είναι μαγεμένη.
Μοιάζουν έτσι γιατί απόψε είναι νύχτα Χριστουγέννων.
Ο Άμπεν είναι μόνος αυτή τη νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη σε ένα παγωμένο δάσος, κρυώνει και φοβάται.
Κάνει μια βόλτα γύρω από το μεγάλο δέντρο, μήπως και βρει κάπου να τρυπώσει.
Διαλέγει μια γωνιά, και κάθεται να ξεκουραστεί.
Κάποα στιγμή σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τον ουρανό.
Εκεί πάνω είχαν μαζευτεί τόσα πολλά αστέρια που σίγουρα κανείς δεν είχε καταφέρει να τα μετρήσει. Έτσι όπως τα κοίταζε, μαγεμένος από την ομορφιά τους, είπε φωναχτά.
«Αχ τι ωραία να ήμουν στον ουρανό ανάμεσά σας.. Να ήμουν κι εγώ ένα αστέρι».
Δεν πέρασε πολλή ώρα και του φάνηκε πως ένα από αυτά του χαμογέλασε, άκουσε μάλιστα μια φωνή να λέει.
«Μην το λες αυτό. Για σένα είναι καλύτερα που είσαι στη γη».
«Ναι αλλά αν ήμουν αστέρι δεν θα κρύωνα και δεν θα φοβόμουν», λέει το αγόρι με παράπονο.
«Ξέρεις όμως πόσες φορές ευχήθηκα να ήμουν κι εγώ ένα αγόρι;» ακούει την ίδια φωνή.
«Εσύ ξέρεις πως η ζωή εδώ κάτω είναι πολύ δύσκολη, κοίτα εμένα, είναι Χριστούγεννα απόψε κι εγώ είμαι μόνος, χαμένος μέσα στο δάσος», λέει με παράπονο ο Άμπεν.
«Δεν είσαι μόνος πια, φωνάζει το αστέρι. Κοίταξέ μας! Όλα τ’ αστέρια εδώ πάνω είμαστε μαζί σου, σε λίγο δεν θα κρυώνεις και δεν θα φοβάσαι.
Περίμενε και θα δεις!»
Τότε έγινε κάτι απίστευτο. Κάτι που μόνο μια νύχτα χριστουγεννιάτικη μπορεί να συμβεί.
Μερικά από τα μικρά αστέρια που λαμπύριζαν κινήθηκαν δεξιά, κινήθηκαν αριστερά, ώσπου ενώθηκαν μεταξύ τους.
 Έτσι ενωμένα άρχισαν να χαμηλώνουν και να χαμηλώνουν, ώσπου έφτασαν πάνω από το σώμα του Άμπεν, τον σκέπασαν και τυλίχτηκαν γύρω του.
Το αγόρι ένιωσε τη ζεστασιά τους σαν να τον είχε σκεπάσει το πιο απαλό και ζεστό σκέπασμα. Άκουγε τον αέρα γύρω του να σφυρίζει μανιασμένα, αλλά ο ίδιος ήταν ζεστός κάτω από το αστερένιο του πάπλωμα.
«Είσαι εντάξει Άμπεν;», ψιθύρισαν οι φίλοι του και καθώς ψιθύριζαν, ήταν σαν να τον χάιδευαν οι γονείς και η γιαγιά του μαζί.
«Εντάξει είμαι, ευχαριστώ, δεν κρυώνω και δεν φοβάμαι τώρα που είστε μαζί μου»..
«Αλήθεια, πώς βρέθηκες εδώ απόψε;»
«Ουου... είναι μεγάλη ιστορία»
«Ε και λοιπόν, και η νύχτα απόψε μεγάλη θα είναι, πες μας.
 Άλλωστε, η δουλειά των αστεριών αυτή είναι. Να μαθαίνουν τις ανθρώπινες ιστορίες», ψιθύρισαν πάλι όλα μαζί τ’ αστέρια.
«Οι γονείς μου ήρθαν σε τούτα τα μέρη να δουλέψουν κι εγώ πήρα τα μάτια μου να ψάξω να τους βρω», λέει ο Άμπεν με ένα λυγμό.
«Δηλαδή, δεν είσαι από αυτά τα μέρη, από πού έρχεσαι;»
«Ζούσα με τη γιαγιά μου σε μια πόλη μακρινή, δεν θα την έχετε ακουστά».
«Δεν θα την έχουμε ακουστά; Μα τι λες τώρα, εμείς τ’ αστέρια βλέπουμε παντού».
«Αλήθεια, ρωτά με αγωνία ο Άμπεν, τότε, μήπως ξέρετε πού είναι η γιαγιά μου, πριν από ένα μήνα πήγε στον ουρανό»
«Α, μα τότε μην ανησυχείς, έγινε κι αυτή αστέρι. Ίσως μάλιστα είναι ένα από εμάς που σε σκεπάζουμε».
«Αχ, πέστε μου σας παρακαλώ, ποιο από εσάς είναι η γιαγιά μου;»
«Μα αυτό δεν το ξέρουμε ούτε κι εμείς το ξέρουμε. Άλλωστε δεν έχει σημασία, όλοι το ίδιο σ’ αγαπάμε, είπανε τ’ αστέρια.
Και τώρα κοιμήσου, εμείς θα είμαστε εδώ μέχρι να ξημερώσει.
Καλά Χριστούγεννα».
«Καλά Χριστούγεννα», ευχήθηκε ο Άμπεν και έκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος.

Κοιμήθηκε όλη τη νύχτα βαθιά. Όταν ξύπνησε, είδε πως είχε ξημερώσει, κι αυτός βρισκόταν ακουμπισμένος στον κορμό του δέντρου που είχε γείρει το προηγούμενο βράδυ.
Έψαξε με τα χέρια του να βρει το αστερένιο πάπλωμα που την προηγούμενη νύχτα τον είχε σκεπάσει.
Περίεργο, δε βρισκόταν πουθενά εκεί γύρω, αλλά εκείνος αισθανόταν το ίδιο ζεστός, σαν να ήταν ακόμη σκεπασμένος.
Έκανε να σηκωθεί και τότε βλέπει κάτι λαμπερό να πέφτει από το στήθος του και την ίδια στιγμή ακούει μια φωνή.
«Σιγά ντε, με ξύπνησες».

«Μπα τι βλέπω, ξαφνιάζεται ο Άμπεν, εσύ είσαι ένα αστέρι».
«Και βέβαια είμαι ένα αστέρι, μαζί δεν μιλούσαμε χθες βράδυ, ξέχασες;»
«Τι, στ’ αλήθεια έγιναν όλα, δεν ήταν όνειρο;», απορεί το αγόρι.
«Δεν ξέρω τι λες, οι αλήθειες και τα όνειρα είναι όλα ένα»
«Τότε, πού είναι το αστερένιο μου πάπλωμα;»
«Α, τώρα κατάλαβα, λέει το αστέρι να σου εξηγήσω λοιπόν.
Μόλις χάραξε, οι φίλοι μου έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Βλέπεις τ’ αστέρια είναι χρήσιμα μόνο τη νύχτα, την ημέρα δεν κάνουν την ίδια δουλειά».
«Κι εσύ τι κάνεις εδώ;»
«Εγώ ήθελα να μείνω στη γη, θέλω να σε βοηθήσω να βρεις τους γονείς σου.
Έτσι κι αλλιώς, υπάρχουν μερικά αστέρια που δε ζουν στον ουρανό, βρίσκουν έναν άνθρωπο και ζουν μαζί του.
 Εγώ πάντα προτιμούσα να είμαι αγόρι, παρά αστέρι. Από δω και πέρα θα με κουβαλάς μαζί σου».

Ο Άμπεν κοίταξε γύρω του.
Το δάσος είναι το ίδιο παγωμένο, τα δέντρα και οι θάμνοι μοιάζουν κρυστάλλινα, όπως και τη νύχτα που πέρασε.
Ο ίδιος όμως νιώθει διαφορετικά. Δε φοβάται δεν κρυώνει, δεν είναι δυστυχισμένος.
Πέρασε μια μοναδική Χριστουγεννιάτικη νύχτα.
Είναι ίσως το μοναδικό αγόρι που το είχε σκεπάσει ένα αστερένιο πάπλωμα., ίσως πάλι αυτό να έχει συμβεί σε πολλά παιδιά
Για ένα είναι σίγουρος. Τώρα που βρήκε ένα αστέρι, όλα θα πάνε καλά.
 Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς.
«Τις χριστουγεννιάτικες νύχτες να έχεις τα μάτια σου στον ουρανό και τότε μπορεί να βρεις κι εσύ το δικό σου αστέρι».
«Καλά Χριστούγεννα», φώναξε δυνατά ο Άμπεν και ακούστηκε σε όλο το δάσος.
«Καλά Χριστούγεννα», αντιλάλησαν τα κρυσταλλένια δέντρα.
«Καλά Χριστούγεννα», ευχήθηκε και το μικρό αστέρι και τρύπωσε στον κόρφο του.



Το παραμύθι αφιερώνεται στο καλό μου "θολό τοπίο με ξεκάθαρη ματιά"... με την ευχή να βρει το δικό της αστέρι

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Μια Χριστουγεννιάτικη νύχτα ήταν δυο χιονονιφάδες...




Στο ροζ σπιτάκι της γωνίας στη γειτονιά μου, ζει ένα ξανθό κοριτσάκι με το παράξενο όνομα Δροσοσταλίτσα.
Η Δροσοσταλίτσα αν και είναι υπναρού, απόψε ξύπνησε μέσα στη νύχτα.
Κοίταξε από το παράθυρο έξω στο δρόμο όπου όλα τα σπίτια της γειτονιάς έλαμπαν από τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια που αναβόσβηναν στις βεράντες και τα παράθυρα.
Στις στέγες, στα κάγκελα και στα δέντρα του δρόμου είχε καθίσει το χιόνι που έπεφτε πυκνό από το πρωί. 
Οι νιφάδες του χιονιού χόρευαν τρελά καθώς ταξίδευαν από τον ουρανό στη γη, φλυαρούσαν μεταξύ τους και βιάζονταν να πουν η μια στην άλλη τα νέα που είχαν δει ή είχαν ακούσει.
Η Δροσοσταλίτσα κόλλησε το πρόσωπο στο τζάμι, δεν χόρταινε να παρακολουθεί μαγεμένη πότε τα λαμπιόνια και πότε τις νιφάδες. Η γειτονιά φάνταζε παραμυθένια.
Απόψε είναι Χριστούγεννα και όπως όλα τα παιδιά, έτσι κι εκείνη ανυπομονεί να ξημερώσει, να μαζευτούν όλοι γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, να πουν τα χρόνια τους πολλά και να δοκιμάσουν το γιορτινό τραπέζι.
Καθώς σκεφτόταν αυτά, πρόσεξε πως έξω από το παράθυρο γινόταν κάτι παράξενο.
Μικρές νιφάδες, του χιονιού, είχαν ακουμπήσει στο περβάζι κοντά της.
Ήταν τόσο όμορφες, διάφανες, απαλές και λαμπερές!
Πόσο ήθελε να τις χαϊδέψει!
Άνοιξε σιγά-σιγά το παράθυρο, αλλά πριν προλάβει ν’ απλώσει το χέρι της, άκουσε μια φωνή.
Μη σας φανεί παράξενο, αλλά δυο χιονονιφάδες είχαν στήσει κουβέντα.
Η Δροσοσταλίτσα πάγωσε. Δεν της είχε πει κανείς πως μιλούν και οι νιφάδες του χιονιού.
«Αχ περάσαμε πολύ όμορφα απόψε», είπε η πρώτη.
«Αχ ναι, είμαστε πολύ τυχερές που ταξιδέψαμε μια νύχτα σαν κι αυτή», είπε η δεύτερη.
«Είχα ακούσει πως το καλύτερο ταξίδι γίνεται τη νύχτα των Χριστουγέννων», είπε πάλι η πρώτη.
«Έτσι είναι, αλήθεια», είπε και η δεύτερη.
«Αχ, και τι δεν είδαμε από την ώρα που σουρούπωσε, πόσο ήθελα να τα διηγηθώ στις αδελφές μου».
«Τι υπέροχος ουρανός! Τι λες, ξαναγυρίζουμε επάνω; Θα μπορούσαμε να κάνουμε το ταξίδι για δεύτερη φορά».
«Μα τι λες, αυτό δεν γίνεται, ξέρεις ότι εμείς οι νιφάδες έχουμε τη σειρά μας. Τώρα ταξιδεύουν οι φίλες μας».
«Ναι, το ξέρω, λέει η άλλη νιφάδα στεναχωρημένη, δεν είναι όμως κρίμα; Ήθελα να ταξιδεύω συνέχεια».
«Δεν είμαι σίγουρη αν είναι καλό αυτό και τα πιο όμορφα πράγματα κουράζουν όταν τα κάνει κανείς συνέχεια».
«Χμ… δεν έχεις άδικο, τώρα όμως που το σκέφτομαι, θα μπορούσε να γίνει με διαφορετικό τρόπο», λέει η άλλη νιφάδα πονηρά.
«Ουφ, αυτό το πείσμα σου, τη μάλωσε η φίλη της. άλλωστε τώρα δεν μπορώ, είμαι κουρασμένη.
Ας περιμένουμε την αυριανή νύχτα και βλέπουμε».
«Να περιμένουμε, ρωτά η δεύτερη νιφάδα ανήσυχη, και αν;…»
«Και αν; Θέλεις να πεις, αν λιώσουμε;»
«Όχι, όχι μην το λες αυτό, δεν θέλω να λιώσω, φαντάζεσαι από νιφάδα να γίνω νερό;»
«Ε και; Εδώ γίνεται νερό κοτζάμ χιονάνθρωπος».
«Ω μα είσαι πολύ σκληρή απόψε»
Η Δροσοσταλίτσα που παρακολουθεί τόσην ώρα την κουβέντα, νομίζει πως βλέπει όνειρο.
Τι γίνεται απόψε, Μήπως είναι μια νύχτα μαγική;
Έπρεπε να μάθει.
Ανοίγει το παράθυρο όσο μπορούσε πιο σιγά, με σκοπό ν’αρπάξει τις δυο νιφάδες.
Τότε όμως βλέπει πως δεν μπορεί να τις ξεχωρίσει, γιατί πάνω στο περβάζι υπάρχει ένας σωρός από χιόνι.
Εκεί που δεν ήξερε τι να κάνει, ακούει πάλι μια φωνή.
«Ε, μικρό κοριτσάκι, τι ψάχνεις;»
Η Δροσοσταλίτσα ξαφνιάστηκε αλλά θαρραλέα καθώς είναι, αποφάσισε να μιλήσει.
«Ψάχνω τις χιονονιφάδες που άκουσα να μιλούν. Είμαι σίγουρη πως τις άκουσα», λέει δυνατά.
«Μας άκουσες να μιλάμε; Άλλο και τούτο, αυτό πάλι πρώτη φορά τυχαίνει», λέει η πρώτη νιφάδα.
«Αυτό δεν το ξέρεις, λέει η δεύτερη, όταν ξεκινήσαμε για το ταξίδι, μας είπαν πως τη νύχτα των Χριστουγέννων γίνονται θαύματα».
«Θαύματα;»  ρωτά η Δροσοσταλίτσα θαμπωμένη.
«Βέβαια, πρώτη φορά το ακούς, νάξερες τι είδαμε εμείς αυτή τη νύχτα!» λένε και οι δυο νιφάδες μαζί.
«Τι είδατε, πέστε μου», κάνει το κορίτσι ανυπόμονα.
«Αχ, λέει η πρώτη νιφάδα, σε ποιον να το πούμε και να μας πιστέψει, είδαμε ένα μεγάλο αστέρι με ουρά που βιαζόταν να φτάσει στη γη. Ήθελε λέει, να βοηθήσει κάποιο παιδί που είναι μόνο του απόψε».
«Ύστερα, λέει και η δεύτερη είδαμε έναν καλό παππούλη να περπατά στα σύννεφα, μας χαιρέτησε και μάθαμε πως ήταν ο Αη-Βασίλης. Από κει πάνω, φροντίζει τους ανθρώπους.
Μας παρακάλεσε μάλιστα να έχουμε το νου μας μήπως και κάποιο παιδί μείνει κατά λάθος παραπονεμένο.
Είδαμε αγγέλους να ψάλλουν και να προσεύχονται για αγάπη και ειρήνη»
«Μετά είδαμε νεράιδες να χορεύουν παρέα με τα άστρα. Μάθαμε πως θα κατέβαιναν κι εκείνες στη γη απόψε. Έπρεπε να προλάβουν να κάνουν πραγματικότητα τα όνειρα των ανθρώπων».
«Τι μου λέτε, ψιθύρισε η Δροσοσταλίτσα, υπάρχουν τέτοιες νεράιδες;»
«Και βέβαια υπάρχουν, αλλά πρέπει οι άνθρωποι να κάνουν πρώτα μια ευχή. Οι ευχές γίνονται αληθινές μια νύχτα σαν κι αυτή»
«Εγώ δεν ευχήθηκα τίποτε όμως», είπε το κορίτσι λυπημένο.
«Να κάνεις τώρα μια ευχή, προλαβαίνεις, οι νεράιδες είναι ακόμη στον ουρανό, απαντούν και οι δυο νιφάδες μαζί, είναι κάτι που το θέλεις πολύ;»
«Κάτι που θέλω πάρα πολύ, είναι να γίνει καλά ο φίλος μου ο Γιαννάκης που είναι άρρωστος και να είναι αύριο μαζί μας στο τραπέζι», φωνάζει με μια ανάσα η Δροσοσταλίτσα.
«Να είσαι σίγουρη πως έτσι θα γίνει», λένε με ένα στόμα οι νιφάδες.
«Και μετά, τι άλλο είδατε;» ρωτά το κορίτσι ανυπόμονα.
«Συναντήσαμε τα ξωτικά που δουλεύουν στα βάθη τ’ ουρανού για να είναι οι άνθρωποι ευτυχισμένοι. Στο δικό τους εργοστάσιο φροντίζουν τα δάση και τα λιβάδια, τις θάλασσες και τα ποτάμια. Μόνο που σ’ αυτή τη δουλειά πρέπει να βοηθούν και οι άνθρωποι».
«Ω, μα είστε πολύ τυχερές, μπορώ κι εγώ να τα δω όλα αυτά;»
«Μα είναι σαν να τα βλέπεις, αφού σου τα λέμε εμείς οι ίδιες».
«Πού είστε όμως, δεν μπορώ να σας ξεχωρίσω»
«Δεν χρειάζεται, πήρε την απάντηση, έτσι κι αλλιώς, όλες ίδιες είμαστε».
«Και τώρα τι θα κάνετε, πού θα πάτε; Αν θέλετε ελάτε αύριο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι», τις καλεί η Δροσοσταλίτσα.
«Αυτό δεν γίνεται, αλλά μπορεί να μείνουμε λίγο ακόμη εδώ, στο περβάζι».
«Τότε, θα με περιμένετε αύριο το βράδυ να ξαναμιλήσουμε;»
"Ούτε αυτό γίνεται, απαντούν οι νιφάδες. Θαύματα γίνονται μόνο τη νύχτα των Χριστουγέννων.
Άντε καληνύχτα τώρα και καλά Χριστούγεννα.
Του χρόνου, ίσως καθίσουν στο παράθυρό σου κάποιες άλλες νιφάδες σαν εμάς.
Εσύ, το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να εύχεσαι να γίνεται πάντα κάτι καλό".

Το παραμύθι αφιερώνεται στη Drosostalitsa που περιμένει χιονισμένα Χριστούγεννα...