Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

To παιδί και το χελιδόνι (Ανοιξιάτικο παραμύθι)

Ο Θάνος (Αθανάσιος είναι το βαφτιστικό του) είναι ένα πολύ πολύ χαρούμενο αγόρι. 
Τις τελευταίες μέρες δεν μπορεί να συγκρατήσει τη χαρά του, γελάει συνεχώς, τρέχει σαν πουλαράκι στο λιβάδι, με τον μπαμπα να του φωνάζει και τη μητέρα ν' αγανακτεί, τον ίδιο να γρατσουνίζει τα πόδια του από το πέσιμο και τη γιαγιά να μαλώνει τους γονείς του λέγοντας. "Μην το μαλώνετε το παιδί, δεν βλέπετε, η Άνοιξη μπήκε!"
Αυτή τη φράση δεν ξέρει γιατί τη λέει η γιαγιά, εκείνο που ξέρει είναι πως ο ίδιος αισθάνεται παράξενα, πιο χαρούμενος, έτοιμος να γνωρίσει καινούργιους κόσμους.
Ξαφνικά ακούει μια σιγανή φωνή να φωνάζει το όνομά του.
Γύρω του δεν υπάρχει κανείς.
Σε λίγο όμως, η ίδια φωνή ακούγεται και πάλι και είναι σαν να έρχεται από τον ουρανό.
Ο Θάνος σηκώνει το κεφάλι του. Στέκεται κάτω από τη στέγη.
Κάτω από τη στέγη επίσης, στη γωνία, υπάρχει μια χελιδονοφωλιά.
Είναι το σπίτι μιας οικογένειας χελιδονιών. 
Μέσα στη φωλιά γίνεται μεγάλη φασαρία. Δυο μεγάλα χελιδόνια πάνε κι έρχονται, ενώ τα μικρά χελιδονάκια είναι πολύ ζωηρά.
Όλη η οικογένεια τιτιβίζει ασταμάτητα.
Ο Θάνος σκέφτεται πως αυτή η χελιδονοοικογένεια είναι χαρούμενη κι ευτυχισμένη.
Καθώς παρατηρεί τη χελιδονοφωλιά, ακούει πάλι τη φωνή να φωνάζει το όνομά του.
Την ίδια στιγμή, νιώθει κάτι να πέφτει στον ώμο του.
Η έκπληξή του είναι μεγάλη όταν βλέπει ένα από τα μικρά χελιδόνια να τον κοιτάζει στα μάτια και με ανθρώπινη φωνή, να λέει.
«Ε, φίλε, όπου και να πας, πάρε με μαζί σου».
«Ωχ! Τι ακούω! Εσύ φωνάζεις τ' όνομά μου και γιατί θέλεις να έρθεις μαζί μου;»
«Βαρέθηκα στη φωλιά. Πέρασε τόσος καιρός και ακόμη δεν μπορώ να πετάξω, τα φτερά μου είναι αδύνατα».
«Τότε, γιατί δεν περιμένεις να δυναμώσουν;»
«Ουφ! Αυτό το ακούω και από τη μητέρα, βαρέθηκα σου λέω, Θέλω να γνωρίσω τον κόσμο!»
«Να σου πω την αλήθεια κι εγώ θέλω το ίδιο».
«Ε τότε γιατί να μην το κάνουμε; Τρέξε να φύγουμε!»
Άλλο που δεν ήθελε ο Θάνος και χωρίς να το πολυσκεφθεί, με το μικρό χελιδόνι στον ώμο του ξεκινούν για ένα μεγάλο ταξίδι.
Βγαίνουν από τον κήπο τρέχοντας.
Είναι πολύ χαρούμενοι και οι δυο που κατάφεραν να φύγουν μόνοι από το σπίτι.
Χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς, βγαίνουν στον μεγάλο δρόμο και μετά από ώρα, φτάνουν στο δάσος
Ο Θάνος σταματάει για λίγο να ξεκουραστεί και να θαυμάσει την ομορφιά του.
Το χελιδόνι είναι ανυπόμονο.
«Μη σταματάς, τρέξε να φτάσουμε μακριά», λέει.
Το μεγάλο πλατάνι τους βλέπει και χαμηλώνει τα κλαδιά του προς το μέρος τους.
«Εσείς οι δυο είστε λίγο μικροί για να βρίσκεται μόνοι εδώ, τους ψιθυρίζει, μήπως έχετε χαθεί;»
«Όχι βέβαια, θυμώνει ο Θάνος, είμαστε αρκετά μεγάλοι και θέλουμε να γνωρίσουμε τον κόσμο».
«Σε λίγο θα νυχτώσει, μείνετε εδώ, εγώ μπορώ να σας προστατέψω», ξαναλέει το πλατάνι.
«Χα, γέλασε το μικρό χελιδόνι, μπορούμε να προστατέψουμε τον εαυτό μας».
«Καλά λοιπόν, αν όμως χρειαστείτε ένα σπίτι, ελάτε σε μένα», επιμένει ο γερο πλάτανος.
Ο Θάνος και το χελιδόνι, χωρίς να δώσουν σημασία στα λόγια του μεγάλου δέντρου, συνεχίζουν το δρόμο τους.
Καθώς περπατούν συναντούν ένα μεγάλο ελάφι.
«Πού πάτε εσείς οι δυο;» ρωτάει το ελάφι.
«Ξεκινήσαμε ν’ ανακαλύψουμε τον κόσμο», απαντά ο Θάνος.
«Βέβαια, βέβαια, συμπληρώνει το μικρό χελιδόνι, βιαζόμαστε, μη μας καθυστερείς».
Η παρεούλα των δύο συνεχίζει το δρόμο της με το Θάνο να χοροπηδά και το χελιδόνι να τιτιβίζει ασταμάτητα.
Σε λίγη ώρα, το παιδί σταματά απότομα. Ο δρόμος κοβόταν και το δάσος φαινόταν μπροστά τους πυκνό και σκοτεινό.
«Μη σταματάς, τρέξε, τρέξε», τιτιβίζει πάλι το χελιδονάκι.
«Μα δεν υπάρχει δρόμος, πού να πάω;» διαμαρτύρεται ο Θάνος,
Πριν τελειώσει την κουβέντα του, ξετρυπώνει πίσω από έναν πυκνό θάμνο μια αλεπού με μεγάλη φουντωτή ουρά.
Στέκεται μπροστά στους δυο μικρούς και τους κοιτάζει περίεργα.
«Μπα, μπα, τι βλέπω, από πού μας έρχεστε εσείς και τι δουλειά έχετε στο δάσος»
«Ω, γεια σας κυρία Αλεπού, λέει ο Θάνος, μήπως μπορείτε να μας πείτε πώς θα πάμε στη μεγάλη πόλη;»
«Αχού! Μεγάλη πόλη ονειρεύονται τα πουλάκια μου;» γελάει η Αλεπού.
«Όχι, λάθος κάνετε, εξηγεί ο Θάνος, μόνον ο ένας από εμάς είναι πουλάκι».
«Εγώ, εγώ είμαι πουλάκι, τιτιβίζει το χελιδόνι, δείξε μας γρήγορα το δρόμο, βιαζόμαστε»
«Α, εμένα μη με ρωτάτε για πόλη, εγώ ξέρω μόνο το δάσος, αλλά γιατί δεν έρχεστε να σας φιλοξενήσω στη φωλιά μου;» κάνει πονηρά η αλεπού, γλείφοντας τη μουσούδα της.
Ο Θάνος είχε διαβάσει παραμύθια για την πονηριά της αλεπούς και είπε βιαστικά.
«Ευχαριστούμε, αλλά πρέπει να φτάσουμε σήμερα στην πόλη».
«Όπως νομίζετε, απαντά θυμωμένη η αλεπού, αλλά πιο κάτω μπορεί να βρείτε τον κυρ-λύκο που δεν είναι τόσο ευγενικός όσο εγώ».
Μιλώντας όμως με τους κατοίκους του δάσους, είχε νυχτώσει και ο Θάνος δεν έβλεπε πια γύρω του.
«Ξέρεις κάτι φίλε, λέει στο χελιδόνι, δεν μπορούμε να περπατήσουμε άλλο, είναι σκοτεινά».
«Και τότε τι θα κάνουμε;» ρωτά το χελιδονάκι και φτερουγίζει ανήσυχο.
«Θα ψάξουμε να βρούμε ένα μέρος για να περάσουμε τη νύχτα».
«Τσίου-τσίου, αυτό δεν μου αρέσει και αρχίζω να πεινάω».γκρίνιαξε το χελιδόνι.
«Τώρα που το λες, νομίζω πως πεινάω κι εγώ», λέει ο Θάνος πιάνοντας την κοιλιά του.
«Ε τότε, άντε να βρεις κάτι να φάμε».
«Εσύ τι θέλεις να φας;» ρωτά ο Θάνος τον φίλο του.
«Ένα μυγάκι, ένα σκουληκάκι, ό,τι βρεθεί».
Ο Θάνος κοιτάζει γύρω του, βρίσκει ένα σκουληκάκι στο έδαφος και το δείχνει στο χελιδόνι.
«Ορίστε, εδώ υπάρχει τροφή για σένα».
«Μα τι λες; Δεν μπορώ να φάω μόνος μου, πρέπει να με ταίσεις».
«Καλά τότε. Θα το πιάσω στο χέρι μου και τσίμπησέ το με το ράμφος σου».
«Δεν μπορώ να το τσιμπήσω, πρέπει να μου το ρίξεις στο στόμα, όπως η μαμά μου».
Ο Θάνος έκανε όπως του είπε το χελιδόνι, αλλά δεν κατάφερε τίποτε.
Το μικρό χελιδόνι έγινε πιο ανήσυχο. Πεινούσε πολύ και κρύωνε.
Τιτίβιζε ασταμάτητα και φτερούγιζε στον ώμο του Θάνου.
Ο μικρός πρσπάθησε να το κλείσει στη χούφτα του, αλλά το χελιδόνι φοβήθηκε πιο πολύ. Ξέφυγε από το χέρι του και έπεσε στο έδαφος.
Ο Θάνος τρόμαξε. Τι θα έκανε αν έχανε το φίλο του, πού θα πήγαινε μόνος του;
Έψαξε να βρει το μικρό χελιδόνι, αλλά ήταν σκοτεινά και υπήρχαν πυκνοί θάμνοι εκεί γύρω.
Φώναξε μερικές φορές μα δεν πήρε απάντηση.
Κάθισε απογοητευμένος στου βρεγμένο χώμα. Ήταν κουρασμένος και πεινασμένος.
Εκτός από αυτό φοβόταν πολύ.
Σκέφτηκε πόσο καλύτερα θα ήταν αν είχε ακούσει τη συμβουλή του γερο-πλάτανου.
Αν είχαν μείνει κοντά του να περάσουν τη νύχτα, όλα θα ήταν καλύτερα.
Τώρα όμως δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω.
Τι βλακεία να ακούσει ένα μικρό χελιδόνι που ούτε να φάει δεν μπορούσε μόνο του!
Είχε μετανιώσει πολύ που έφυγε από το σπίτι του. Αχ, πόσο του έλειπαν οι γονείς του!
Έτσι όπως ήταν κουρασμένος και φοβισμένος, άρχισε να κλαίει. Χωρίς να το καταλάβει το κλάμα του έγινε δυνατό. Σε λίγο έκλαιγε τόσο δυνατά που ακούστηκε σε όλο το δάσος.
Το ελάφι που τους είχε συναντήσει το απόγευμα, ανησύχησε και πήγε να δει τι συμβαίνει.
Βρήκε το παιδί και κάθισε δίπλα του.
«Μη φοβάσαι, του λέει, ξάπλωσε πάνω μου να σε ζεστάνω»
Ο Θάνος έγειρε στο σώμα του ελαφιού και ένιωσε καλύτερα.
«Πού είναι ο φίλος σου;» ρωτάει το ελάφι.
«Χάθηκε, απάντησε το παιδί με έναν λυγμό, ελπίζω να συναντηθούμε πάλι το πρωί»
«Κοιμήσου τώρα, του λέει το ελάφι τρυφερά και σαν ξημερώσει θα σε οδηγήσω στην άκρη του δάσους να γυρίσεις στο σπίτι σου».
Ο Θάνος κοιμήθηκε βαθιά και όταν άνοιξε τα μάτια του ο ήλιος τον κοιτούσε από ψηλά, ρίχνοντας τις ακτίνες του ανάμεσα από τα τεράστια δέντρα.
Το ελάφι ήταν ακόμη δίπλα του, ακίνητο για να μην τον ενοχλήσει.
Βοήθησε τον μικρό να σηκωθεί και του λέει.
«Ακολούθησέ με, θα σε συνοδέψω μέχρι την άκρη του δάσους. Πιο μακριά δεν μπορώ να πάω, κινδυνεύω μακριά από το σπίτι μου».
«Πρέπει να βρω το χελιδόνι, κλαψούρισε ο Θάνος, πρέπει να το παραδώσω πίσω στη φωλιά του».
«Θα σε βοηθήσω να ψάξουμε, λέει το ελάφι, αλλά φοβάμαι πως δεν θα το βρούμε».
«Τι εννοείς;» ρώτησε το παιδί τρομαγμένο.
«Δεν ξέρω για την πόλη, αλλά εμείς εδώ στο δάσος έχουμε τους νόμους μας.
Κάθε μικρό πλασματάκι είναι εύκολο να χαθεί όταν φύγει από το σπίτι του. Δεν το ήξερες αυτό;»
«Όχι» ομολόγησε ο Θάνος.
«Μα βέβαια, γι αυτό εμείς προσέχουμε πολύ τα μικρά μας. Τα κρατούμε συνέχεια δίπλα μας μέχρι να μεγαλώσουν».
«Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου, είπε με παράπονο ο Θάνος, αλλά πρώτα πρέπει να βρούμε τον φίλο μου».
Άρχισαν λοιπόν να ψάχνουν μαζί, το παιδί και το ελάφι.
Έψαξαν, έψαξαν, πέρασαν πολύ ώρα ψάχνοντας και ξαφνικά πίσω από έναν αγκαθωτό θάμνο, ακούστηκε μια αδύνατη φωνή.
Το ελάφι παραμέρισε προσεκτικά με το πόδι του το αγκαθωτό φυτό και έπιασε απαλά στο στόμα του το μικρό ακίνητο σώμα του χελιδονιού.
Ο Θάνος το έκλεισε στο χέρι του να το ζεστάνει.
Εκεί κοντά, βρισκόταν ένας βράχος απ' όπου έτρεχε καθαρό νερό.
Ο Θάνος έσταξε λίγο νερό στο στόμα του χελιδονιού κι εκείνο άνοιξε τα μάτια.
Ήταν όμως πολύ αδύνατο για να τιτιβίσει.
Το αγόρι μετάνιωσε που φάνηκε τόσο επιπόλαιο και έφυγε μακριά από το σπίτι του.
Η μόνη του ελπίδα τώρα ήταν το ευγενικό ελάφι που θα τον οδηγούσε στην άκρη του δάσους.
Ξεκίνησαν όλοι μαζί αμέσως. Το παιδί, το ελάφι και το χελιδόνι.
Οι δυο μικροί είχαν πάρει ένα πολύ καλό μάθημα.
Θα περίμεναν πρώτα να μεγαλώσουν και τότε θα έκαναν ένα μεγάλο ταξίδι για να γνωρίσουν τον κόσμο.