Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Ένα αστέρι τρεμοσβήνει...

Μια φορά κι έναν καιρό, στον ξάστερο ουρανό κάποιου μακρινού πλανήτη και στην πιο μεγάλη γειτονιά, ζούσε η αστεροοικογένεια του κ. Μεγαστέρη.
Εκεί περνούσαν τον καιρό τους οι γονείς και οι γονείς των γονιών μαζί με τα πολλά – πολλά αστερόπαιδά τους.
Σε κείνη τη γειτονιά την ημέρα ο καθένας έκανε τη δουλειά του και όλοι μαζί έβγαιναν σα νύχτωνε, έκοβαν βόλτες και έλαμπαν μέσα στα ασημένια τους ρούχα.
Στην οικογένεια οι μεγάλοι συζητούσαν μεταξύ τους για το πόσο ευχαριστημένοι ήταν από τη συμπεριφορά των αστερόπαιδων, πόσο καλά και άξια ήταν, πόσο υπάκουα και πόσο σπουδαία θα γίνονταν σα μεγάλωναν.
Άκουγαν οι διπλανοί και ζήλευαν την τύχη του κ. Μεγαστέρη που τόσο καλά κατάφερνε να κουμαντάρει την οικογένεια και πρόβλημα δεν υπήρχε να σκιάζει την ευτυχία του.


Μόνο η κ. Αστροσοφή που συμβούλευε όλη τη γειτονιά κουνούσε το κεφάλι της κάθε που έκανε επίσκεψη στο ευτυχισμένο σπίτι.  Εκείνη ήξερε πως δεν ήταν όλα, όσο τέλεια φαινόταν.


Η οικογένεια είχε και ένα μικρό αστερόπαιδο που δεν το γνώριζε κανείς, ποτέ δεν το είχαν πάρει μαζί τους στη βόλτα, αφού αυτό το τελευταίο δεν έμοιαζε στα μεγαλύτερα παιδιά τους.
Αυτό ήταν καχεκτικό, όχι τόσο όμορφο και λαμπερό και σα να μην έφταναν όλα, ήταν ζωηρό και ανυπάκουο και το χειρότερο, αυτό το λιανό παιδί επαναστάτησε κατά της οικογένειας και ήθελε, άκου κύριε, να το αφήσουν να ταξιδέψει μέχρι τον πλανήτη που έβλεπε από μακριά.


Οι γονείς ένιωθαν μεγάλη απογοήτευση που στο τέλειο σπίτι τους ήρθε τέτοια ντροπή, μάλωναν και υποτιμούσαν τον αστερομικρό τους, έλεγαν πως αφού δεν έμοιαζε στ’ αδέλφια του, θέση για κείνο δεν υπήρχε στον κόσμο τους.
Για ν’ αποφύγουν τα χειρότερα που τρέχα-γύρευε τι θα έλεγαν οι γείτονες, το κλείδωσαν στο πιο σκοτεινό δωμάτιο του σπιτιού και του απαγόρευσαν να βγαίνει βόλτα τις νύχτες. και στο τέλος το ξέχασαν και συγχώρησαν τον εαυτό τους, αφού εκείνοι είχαν κάνει το χρέος τους.


Το αστεροαπόπαιδο στεναχωριόταν πολύ με την συμπεριφορά της οικογένειας, δεν καταλάβαινε γιατί δεν το αγαπούσαν και μέρα με τη μέρα έχανε και το λίγο χρώμα που είχε όταν γεννήθηκε.
Μια νύχτα άνοιξε το παράθυρο του σπιτιού, αγνάντεψε τον αγαπημένο του πλανήτη που φαινόταν κάτω μακριά και πήρε την απόφασή του.
Θα έδινε έναν πήδο και θα βρίσκονταν κοντά του.
Εκεί η ζωή του θα ήταν διαφορετική, κανείς δεν θα του ζητούσε να λάμπει όλο και περισσότερα, σίγουρα εκεί κάποιος θα το αγαπούσε για το δικό του φως και δεν θα του ζητούσαν να γίνει όπως τα άλλα του αδέλφια.


Το είπε και το έκανε. Άφησε τα χέρια του από το περβάζι και άρχισε να ταξιδεύει και να ταξιδεύει και να ταξιδεύει…
Γύρω του άκουγε ψιθύρους.
Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει… έλεγε κάποιος
Τι απογοήτευση, τι του ήρθε ν’ αφήσει τη σιγουριά του σπιτιού του… έλεγε κάποιος άλλος
Μη δίνεις σημασία, κανένας απροσάρμοστος θα είναι… έλεγε ένας τρίτος…
Και το αστέρι συνέχιζε πετώντας το μακρινό του ταξίδι και καθώς πετούσε το φως του τρεμόσβηνε και τρεμόσβηνε, μέχρι που σταμάτησε να φαίνεται από την παλιά του γειτονιά.


Το αστεράκι είχε πολύ δρόμο ακόμα να κάνει και ούτε το ίδιο ήξερε αν θα έφτανε ποτέ στον πλανήτη που ονειρευόταν, μα δεν το ένοιαζε καθόλου.
Ήταν τώρα ελεύθερο και  δεν μπορεί, κάποιον θα συναντούσε στην στράτα του να το αγαπήσει,  έστω και με κείνο το αχνό φως που του χάρισε η ζωή.




Το παραμύθι το αφιερώνω στο melv@ki  ως αντίδωρο για τo κείμενό της με τίτλο "ω γλυκύ μου έαρ"