Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Ο καυγάς του Χριστουγεννιάτικου δέντρου






Το σπίτι είναι ανάστατο σήμερα. Στο σαλόνι υπάρχουν κούτες που κάτι κρύβουν μέσα, χαρτιά που κάτι άλλο έχουν τυλιγμένο και διάφορα άλλα μυστήρια πραγματάκια που ο θεός και η μαμά γνωρίζουν σε τι μπορεί να χρησιμεύουν. 
Σε λίγο όλα ξεκαθαρίζουν.  Ο πατέρας εμφανίζεται με ένα μεγάλο έλατο και με μάτια που λάμπουν από χαρά, λες και είναι μικρό αγόρι, ξεφωνίζει πως πρέπει  ν' αρχίσουν το στόλισμα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Τα παιδιά της οικογένειας, ο Θάνος και η Ειρήνη άλλο που δεν θέλουν και όλοι μαζί, από τη γιαγιά μέχρι το Ρούλη, το σκυλάκι τους, σηκώνουν τα μανίκια και πιάνουν δουλειά.
Οι γονείς στήνουν το έλατο στην πιο φωτεινή γωνιά του σαλονιού, κοντά στο τζάκι και δίνουν το σύνθημα.
Οι κούτες ανοίγουν και τα στολίδια βρίσκονται μπροστά στα μάτια τους.
Ο Θάνος και η Ειρήνη δεν ξέρουν τι να διαλέξουν, είναι όλα τόσο όμορφα.
Χρυσά και ασημένια αστέρια, μπάλες από χάντρες και πούλιες που λάμπουν, αγγελάκια και νεραϊδούλες φτιαγμένα από χρυσόχαρτα, και ένα σωρό άλλα φανταχτερά στολίδια.


Τα παιδιά διαλέγουν με προσοχή τα παιχνίδια, σκαρφαλώνουν σε καρέκλες, και προσπαθούν να φτάσουν τα μικρά κλαδιά για να κρεμάσουν τα μικρά στολίδια.
Ήθελαν να τελειώνουν πρώτα με το ψηλότερο μέρος για να κρεμάσουν μετά τα μεγάλα στολίδια στο κάτω μέρος του δέντρου που ήταν πιο εύκολο.


Με αυτή τη δουλειά όμως ξεσπάει ένας αναπάντεχος καυγάς.


Καθώς λοιπόν στολίζουν την κορφή, τα μικρά κλαδιά καμαρώνουν και κουνιούνται κάθε φορά που κρεμιέται κάποιο παιχνίδι.
Αυτό όμως κάνει τα μεγαλύτερα κλαδιά που είναι στο κάτω μέρος να θυμώνουν, γιατί σκέψου τώρα αυτή η επιπολαιότητα να γίνει αιτία και να σωριαστεί ολόκληρο στο πάτωμα.
Κάποια στιγμή ακούγεται το πιο μεγάλο κλαδί να λέει.
«Ε σεις εκεί πάνω, σταματήστε λίγο το κούνημα»
«Χα,χα,χα…» παίρνει την απάντηση.


Το κούνημα συνεχίζεται και ολόκληρο το έλατο τρέμει επικίνδυνα. Έτσι αναγκάζεται και το δεύτερο μεγάλο κλαδί να επέμβει.
«Βρε σεις μικρά, τι κουνιέστε και λυγιέστε έτσι; Αν δεν ησυχάσετε θα βρεθείτε μαδημένα».
«Χα,χα,χα…» ακούγεται και πάλι ως απάντηση και το κούνημα συνεχίζεται.


Και σα να μη έφτανε αυτό, τα μικρά κλαδιά αρχίζουν τώρα να μαλώνουν μεταξύ τους, γιατί το καθένα ήθελε να στολιστεί πρώτο.
Μάλωμα στο μάλωμα, πάνε και μπλέκονται το ένα μέσα στο άλλο.
Πάνω εκεί  μπαίνουν σε μπελάδες και τα παιδιά που έπρεπε πρώτα να τα ξεμπλέξουν και μετά να τα στολίσουν.
Εκτός από αυτό, κάποια στιγμή πιάνουν και τα δύο το ίδιο στολίδι, ένα χρυσό κουκουνάρι, ο Θάνος το θέλει, η Ειρήνη το θέλει και δυστυχώς αναγκάζονται να βάλουν τις φωνές οι γονείς.



Τα μεγάλα κλαδιά άρχισαν να ζαλίζονται.
Δεν φτάνει που έκαναν τόσην ώρα υπομονή και στολίδι δεν είχαν πάρει ακόμη, είχαν και τη φασαρία των μικρών κλαδιών, των παιδιών και των γονιών.


Από την άλλη μεριά, τα στολίδια γίνονται ανήσυχα και δίνουν  τη δική τους μάχη για να βρεθούν στην κορυφή.
Κάθε φορά που τα χέρια των παιδιών πιάνουν ένα αστέρι, οι μπάλες φουρκίζονται, μία μάλιστα τσιμπάει το χέρι της Ειρήνης για να της θυμίσει πως είναι κι αυτή εκεί.
Μια μικρή καμπανούλα που βρίσκεται στο σπίτι από τον καιρό της γιαγιάς και ήταν πάντα της γλωσσού και φασαριόζα, δεν μπόρεσε να χωνέψει την προσβολή.
«Βρε τι γίνεται εδώ! Πότε θα με πάρουν εμένα και πού θα με βάλουν; Μου αλλάζουν θέση συνεχώς, βαρέθηκα να είμαι μια κάτω και μια πάνω.
Θέλω τη θέση που μου ανήκει δικαιωματικά.
Είμαι το πιο παλιό στολίδι και απαιτώ να στολίσω το πιο ψηλό κλαδί!»


Ακούν τα άλλα στολίδια και φουρκίζονται.
«Καλέ τι μας λες! Κι εμείς πότε θα πάρουμε σειρά; Στο κάτω-κάτω είσαι μια απλή καμπάνα. Τι να πω κι εγώ που είμαι φορτωμένη με χάντρες!», λέει μια καινούργια πλουμιστή μπάλα.


Με την κατάσταση αυτή δημιουργείται μια περίεργη αναστάτωση.
Το δέντρο τρέμει επικίνδυνα, τα στολίδια ανακατεύονται, οι καρέκλες που πάνω τους έχουν σκαρφαλώσει ο Θάνος και η Ειρήνη τρίζουν, τα παιδιά βάζουν τα κλάματα και οι γονείς εκνευρίζονται.


Εκεί που κινδυνεύουν όλα να καταστραφούν, ξεπροβάλλει από τα χαρτί που ήταν προσεκτικά τυλιγμένο, το μεγάλο αστέρι της κορυφής.
Είναι έθιμο, το μεγάλο αστέρι να το τοποθετεί κάθε χρόνο ο ίδιος ο πατέρας στην κορυφή, και μόνο όταν τελείωνε το στόλισμα του δέντρου.
Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν το είχε ενοχλήσει ακόμη κανείς.
Αφημένο στη γωνιά του και στην ησυχία του, είχε την ευκαιρία να παρακολουθεί όλη αυτή την τρελή ιστορία.
«Χμ… σκέφτεται, κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια και καλά το δέντρο, πρώτη φορά μπαίνει στο σπίτι, δεν έχει ξαναζήσει το στόλισμα, στα παλιά στολίδια όμως δεν μπορώ να συγχωρήσω αυτές τις βλακείες. Θα τους τα πω ένα χεράκι»
Βγάζει τη μια του κορυφή από το μαλακό χαρτί και μιλάει αυστηρά.
«Δεν μου λέτε βρε συνάδελφοι, τι ανοησίες είναι αυτές;»
Τα στολίδια ξαφνιάζονται, κοιτάζονται αμήχανα μεταξύ τους, εκτός από τη γλωσσού καμπάνα.
«Κοίτα ποιος μιλάει! Βέβαια, τι ανάγκη έχεις εσύ που βρίσκεσαι πάντα στην κορυφή, ρώτα και μένα!»
«Εσύ δεν πρέπει να μιλάς έτσι, λέει το μεγάλο αστέρι. Ξέρεις πως όλα τα στολίδια την ίδια δουλειά κάνουμε, τι σημασία έχει ποιο θα κρεμαστεί πάνω και ποιο κάτω.
Ένα στολίδι μόνο του δεν μπορεί να στολίσει το δέντρο, αυτό γίνεται όμορφο από τη δικιά μας ομορφιά.
Άλλωστε, μη νομίζετε, είναι βαρετό να είσαι κάθε χρόνο στο ίδιο μέρος και μάλιστα, στο πιο ψηλό κλαδί.
Ξέρεις πόσες φορές ζαλίστηκα και κινδύνεψα να πέσω; Τρέμει η καρδιά μου εκεί πάνω.
Σταματείστε λοιπόν τη φασαρία και περιμένετε τη σειρά σας. Όλοι θα πάρουμε».


Ακούν τα στολίδια και νιώθουν μια ντροπή. Ξανακοιτάζονται μεταξύ τους και συμφωνούν να κάνουν ότι τους είπε το αστέρι. Κάθονται λοιπόν ήσυχα-ήσυχα και περιμένουν τη σειρά τους.


Έλα όμως που το δέντρο δεν άκουσε την κουβέντα που έκαναν τα στολίδια.
Κάθε φορά λοιπόν που δεν άρεσε στα κλαδιά το στολίδι που κρέμαγαν τα παιδιά, εκείνο πείσμωνε, έβαζε εμπόδια και το καημένο το στολίδι πήγαινε από το ένα κλαδί στο άλλο και πολύ ταλαιπωρούνταν μέχρι να βρει τη θέση του.


Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ήρθε η ώρα να στήσουν καυγά τα κλαδιά με τα στολίδια.
«Ουφ! Τι δέντρο είναι αυτό φέτος, από πού μας ήρθε», διαμαρτύρονταν τα στολίδια.
«Αμάν πια, φώναζε το δέντρο, αν ήξερα πως έχει τέτοια ταλαιπωρία το στόλισμα, καθόμουνα στ’ αυγά μου.
Τι φαεινή ιδέα κι αυτή να γίνω Χριστουγεννιάτικο!»


Για να μην τα πολυλογούμε όμως, ήρθε και η στιγμή που όλα πήραν τη θέση τους.
Το κάθε κλαδί πήρε το στολίδι του και το κάθε στολίδι βρήκε το κλαδί του.
Αφού τελείωσε το στόλισμα, τοποθετήθηκε και το μεγάλο αστέρι στην κορυφή, το χριστουγεννιάτικο δέντρο κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είδε τα στολίδια να λάμπουν και να χορεύουν απαλά, κρατημένα από τα κλαδιά του.
Είδε τα παιδιά και τους γονείς να το θαυμάζουν και να κάνουν χαρές και χωρίς να θέλει του ξεφεύγει μια φωνή.


«Αχ, είμαι πανέμορφο. Τι καλά που διάλεξα να γίνω ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο, χαλάλι η ταλαιπωρία.
Και του χρόνου το ίδιο θα κάνω


Αυτή τη φράση του δέντρου δεν την άκουσε κανείς. Άκουσαν όμως μια άλλη και όλοι ήταν σίγουροι πως ακούστηκε από το στολισμένο δέντρο.


«Χριστός γεννάται! Καλά Χριστούγεννα!»


Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Η τριανταφυλλιά Εκατοφυλλιά







       Κάποιον καιρό πολύ παλιό, σε ένα καταπράσινο λιβάδι φύτρωσε ποιος ξέρει πώς, μια πανέμορφη κόκκινη τριανταφυλλιά. που κάθε τριαντάφυλλο είχε εκατό βελουδένια ροδοπέταλα, γι αυτό την έλεγαν Εκατοφυλλιά.
       Η μοσχοβολιά έφτανε μέχρι την άκρη του λιβαδιού, εκεί που άρχιζε το δάσος.   
       Κάθε που ήταν Άνοιξη και άνθιζαν τα ρόδα, μαζεύονταν κοντά της όλα τα ζώα  για να τη θαυμάσουν και να ρουφήξουν το άρωμά της.
Όλοι της έλεγαν πόσο ήταν όμορφη και η τριανταφυλλιά κουνιόταν και λυγιόταν και δεν άφηνε κανέναν να την αγγίξει παρά μόνο ψήλωνε, δεν έγερνε το σώμα της ούτε για να κοιτάξει στη γη.


       Ένα σούρουπο που τα ζώα πήγαιναν στην κοντινή πηγή να ξεδιψάσουν, το ελάφι ξέκοψε και πήρε κρυφά το δρόμο προς την τριανταφυλλιά. Είχε κάτι να της πει που δεν έπρεπε ν’ ακούσει άλλος.
       Φτάνει κοντά της, κοιτάζει γύρω να σιγουρευτεί πως ήταν μόνοι και της λέει.
«Είσαι πολύ όμορφη αλλά κι εγώ δεν πάω πίσω. Σκέφτηκα πως εμείς οι δυο μπορούμε να κάνουμε ωραίο ζευγάρι. Τι λες;»
«Καλά θα δούμε, απαντά η Εκατοφυλλιά, έλα πάλι την άλλη βδομάδα την ίδια ώρα».
       Το ελάφι έφυγε χοροπηδώντας από χαρά που όπως όλα έδειχναν θα γινόταν το ταίρι της όμορφης.


       Την άλλη μέρα την ίδια ώρα, ένας ωραίος αίλουρος κάνει την ίδια σκέψη και παίρνει κρυφά το δρόμο για την τριανταφυλλιά.
«Νομίζω πως θα ταιριάζαμε πολύ εμείς οι δυο της λέει, δέχεσαι να γίνεις το ταίρι μου;»
«Θα δούμε, απαντά εκείνη, έλα πάλι την άλλη βδομάδα την ίδια ώρα».
Ο αίλουρος εξαφανίστηκε στο δάσος με έναν πήδο γεμάτο χάρη, καθώς όπως έδειχναν τα πράγματα θα γινόταν το ταίρι της Εκατοφυλλιάς.


        Την τρίτη μέρα ένας τρίτος σκέφτηκε να ζητήσει το χέρι της μοναδικής τριανταφυλλιάς.
Ήταν ένα μαύρο γυαλιστερό άγριο άλογο.
Έρχεται δίπλα της καλπάζοντας, την κοιτάζει και της λέει.
«Μου αρέσεις. Μαύρο εγώ, κόκκινη εσύ, θα είμαστε χάρμα οφθαλμών. Ανέβα στη ράχη μου να φύγουμε».
«Καλά, μην είσαι τόσο βιαστικός, έλα πάλι την άλλη βδομάδα την ίδια μέρα και ώρα»
Το άλογο χλιμίντρισε ευχαριστημένο και κάλπασε σαν το βοριά.


         Φαίνεται όμως πως τα ερωτευμένα ζώα δεν είχαν τελειωμό, γιατί την τέταρτη μέρα, μια παρδαλή καμηλοπάρδαλη έκανε το ίδιο πράγμα.
Η τριανταφυλλιά όταν άκουσε την καμηλοπάρδαλη να ζητά το χέρι της, κολακεύτηκε. Την προτιμούσε από τα υπόλοιπα ζώα έτσι ψηλή και καμαρωτή και της έριχνε κλεφτές ματιές κάθε που περνούσε από κοντά της.
Έδωσε όμως την ίδια απάντηση «Έλα να με βρεις την άλλη εβδομάδα την ίδια ώρα».


         Αυτά έγιναν εκείνες τις Ανοιξιάτικες μέρες στο λιβάδι.
Οι ενδιαφερόμενοι όμως δεν ήξεραν πως κάποιος παρακολούθησε ότι έγινε και δεν έγινε, ότι ειπώθηκε και ακούστηκε.
Αυτός ο άλλος ήταν η μικρή πονηρή αλεπουδίτσα που έχωνε παντού τη μύτη της και τίποτε δεν της ξέφευγε. Αφού χίλιοι μύριοι πήγαν και ζήτησαν το χέρι της ωραίας, γιατί να μην το κάνει και η ίδια. Έτσι κι αλλιώς σε όλους έδωσε την ίδια απάντηση.
Η αλεπού όμως ήξερε να περιμένει.
Έπρεπε πρώτα να μάθει από πού κρατούσε η σκούφια της υποψήφιας, γιατί κάτι δεν της φαινόταν σωστό πάνω της.
Είχε παρατηρήσει πως ούτε ένα πετούμενο δεν είχε καθίσει ποτέ στα κλαδιά της. Αυτό δεν είχε συμβεί σε κανένα από τα φυτά του δάσους που τα κλαδιά τους ήταν γεμάτα από φωλιές. 
Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και τρίβοντας τα χέρια της από χαρά, περίμενε να δει τι έμελλε να συμβεί στους ωραίους του δάσους.


         Πρώτο φάνηκε το ελάφι. Η ευτυχία σήμερα το έκανε πιο όμορφο.
Φτάνει κοντά στην κόκκινη τριανταφυλλιά με τα μεγάλα του μάτια να την κοιτούν με αγωνία.
Φανταστείτε τη χαρά του όταν την άκουσε να λέει.
«Δέχομαι να γίνω το ταίρι σου. Έλα να σε φιλήσω»
Η καρδιά του ελαφιού κόντευε να σπάσει.
Σηκώνεται στα δυο του πόδια, η δεσποινίς Εκαταφυλλιά σκύβει και ... ματς, ακουμπά το πρώτο της λουλούδι στο πρόσωπο του ελαφιού σε ένα γλυκό φιλί.
Το ελάφι αισθάνεται το βελούδινο άγγιγμα του ρόδου, κλείνει τα μάτια του ευτυχισμένο και τότε... νιώθει έναν σουβλερό πόνο στο μάγουλό του. 
Κάνει ένα βήμα πίσω και την κοιτάζει ξαφνιασμένο. Τότε πρόσεξε πως ένα σουβλερό αγκάθι ήταν κοντά στο κόκκινο λουλούδι και κατάλαβε. Η χαρά του εξαφανίστηκε.
«Βρε αυτή εδώ είναι επικίνδυνη, λέει μέσα του. Σκέψου κάθε φορά που με φιλάει να μου σκίζει και το πρόσωπο».
«Ξέρεις, μόλις τώρα θυμήθηκα πως έχω πολλές υποχρεώσεις, δεν θα μπορέσω να σε πάρω για ταίρι μου» , και βιαστικά. τρέχει να κρυφτεί στο δάσος, μην το πάρει κανένα μάτι και ρεζιλευτεί.


         Την άλλη μέρα καταφτάνει ο αίλουρος. Έτσι όμορφος που ήταν, είχε μεγάλη σιγουριά πως η τριανταφυλλιά θα δεχόταν την πρότασή του.
Δεν ξαφνιάστηκε λοιπόν όταν την άκουσε να λέει. «Δέχομαι να γίνω ταίρι σου, έλα να σε φιλήσω»
Ακουμπά το κλαδί στο πρόσωπο του αίλουρου και το μυτερό αγκάθι σκίζει τη μύτη του από πάνω μέχρι κάτω.
Ο αίλουρος βγάζει έναν βρυχηθμό έκπληξης και απομακρύνεται χωρίς να πει κουβέντα.


         Την τρίτη μέρα, φάνηκε το άλογο να καλπάζει από μακριά. Το χλιμίντρισμά του ακούστηκε σε όλο το λιβάδι και μια όμορφη φοράδα στεναχωρήθηκε πολύ που δεν της έδωσε σημασία και έτρεξε προς την όμορφη τριανταφυλλιά.
Σηκώνεται στα δυο του πόδια για να φανεί η ομορφιά του και η κοιλιά του ακουμπά στα κλαδιά της.
Τα αγκάθια τρυπώνουν στο σώμα του και το περήφανο άλογο νιώθει πολύ προσβεβλημένο.
Κοοτάζει περιφρονητικά τα όμορφα λουλούδια κουνά το κεφάλι του με νόημα και πλησιάζει την όμορφη φοράδα με την κοιλιά του ματωμένη.


       Ξημέρωσε η τέταρτη μέρα και ξεπροβάλλει καμαρωτή η καμηλοπάρδαλη μέσα από το δάσος. Καθώς ήταν πιο ψηλή από την τριανταφυλλιά, σκύβει να της δώσει το φιλί του αρραβώνα.
Το φαρμακερό αγκάθι τρυπά το μάτι της και η καμηλοπάρδαλη θυμώνει πολύ.
Δεν είναι κακό ζώο αλλά τα σαγόνια του είναι δυνατά, το ίδιο και τα πόδια του.
Περιεργάζεται την Εκατοφυλλιά από πάνω μέχρι κάτω, προσέχει τα μεγάλα αγκάθια που φύτρωναν παντού γύρω από τα ρόδα της και με το θολωμένο της μυαλό αρχίζει να κλωτσάει και να δαγκώνει με δύναμη τα κλαδιά της.


        Την επόμενη μέρα η τριανταφυλλιά, δεσποινίς Εκατοφυλλιά σερνόταν στο έδαφος με σπασμένα τα κλωνάρια και με τα βελουδένια φύλλα της να τα σκορπά ο αγέρας. 
Κανένα από τα ζώα του δάσους δεν μπόρεσε να εξηγήσει τι είχε συμβεί στην όμορφη του λιβαδιού.
Το νέο διαδόθηκε αργότερα από την αλεπού που όμως δεν κατονόμασε τα ζώα, είπε μόνο τα καθέκαστα.


         Έτσι όλοι κατάλαβαν και πιο πολύ από όλους οι παθόντες, πως καλά είναι αυτά που φαίνονται, αλλά δεν είναι όλα όπως φαίνονται.




Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Ένα αστέρι τρεμοσβήνει...

Μια φορά κι έναν καιρό, στον ξάστερο ουρανό κάποιου μακρινού πλανήτη και στην πιο μεγάλη γειτονιά, ζούσε η αστεροοικογένεια του κ. Μεγαστέρη.
Εκεί περνούσαν τον καιρό τους οι γονείς και οι γονείς των γονιών μαζί με τα πολλά – πολλά αστερόπαιδά τους.
Σε κείνη τη γειτονιά την ημέρα ο καθένας έκανε τη δουλειά του και όλοι μαζί έβγαιναν σα νύχτωνε, έκοβαν βόλτες και έλαμπαν μέσα στα ασημένια τους ρούχα.
Στην οικογένεια οι μεγάλοι συζητούσαν μεταξύ τους για το πόσο ευχαριστημένοι ήταν από τη συμπεριφορά των αστερόπαιδων, πόσο καλά και άξια ήταν, πόσο υπάκουα και πόσο σπουδαία θα γίνονταν σα μεγάλωναν.
Άκουγαν οι διπλανοί και ζήλευαν την τύχη του κ. Μεγαστέρη που τόσο καλά κατάφερνε να κουμαντάρει την οικογένεια και πρόβλημα δεν υπήρχε να σκιάζει την ευτυχία του.


Μόνο η κ. Αστροσοφή που συμβούλευε όλη τη γειτονιά κουνούσε το κεφάλι της κάθε που έκανε επίσκεψη στο ευτυχισμένο σπίτι.  Εκείνη ήξερε πως δεν ήταν όλα, όσο τέλεια φαινόταν.


Η οικογένεια είχε και ένα μικρό αστερόπαιδο που δεν το γνώριζε κανείς, ποτέ δεν το είχαν πάρει μαζί τους στη βόλτα, αφού αυτό το τελευταίο δεν έμοιαζε στα μεγαλύτερα παιδιά τους.
Αυτό ήταν καχεκτικό, όχι τόσο όμορφο και λαμπερό και σα να μην έφταναν όλα, ήταν ζωηρό και ανυπάκουο και το χειρότερο, αυτό το λιανό παιδί επαναστάτησε κατά της οικογένειας και ήθελε, άκου κύριε, να το αφήσουν να ταξιδέψει μέχρι τον πλανήτη που έβλεπε από μακριά.


Οι γονείς ένιωθαν μεγάλη απογοήτευση που στο τέλειο σπίτι τους ήρθε τέτοια ντροπή, μάλωναν και υποτιμούσαν τον αστερομικρό τους, έλεγαν πως αφού δεν έμοιαζε στ’ αδέλφια του, θέση για κείνο δεν υπήρχε στον κόσμο τους.
Για ν’ αποφύγουν τα χειρότερα που τρέχα-γύρευε τι θα έλεγαν οι γείτονες, το κλείδωσαν στο πιο σκοτεινό δωμάτιο του σπιτιού και του απαγόρευσαν να βγαίνει βόλτα τις νύχτες. και στο τέλος το ξέχασαν και συγχώρησαν τον εαυτό τους, αφού εκείνοι είχαν κάνει το χρέος τους.


Το αστεροαπόπαιδο στεναχωριόταν πολύ με την συμπεριφορά της οικογένειας, δεν καταλάβαινε γιατί δεν το αγαπούσαν και μέρα με τη μέρα έχανε και το λίγο χρώμα που είχε όταν γεννήθηκε.
Μια νύχτα άνοιξε το παράθυρο του σπιτιού, αγνάντεψε τον αγαπημένο του πλανήτη που φαινόταν κάτω μακριά και πήρε την απόφασή του.
Θα έδινε έναν πήδο και θα βρίσκονταν κοντά του.
Εκεί η ζωή του θα ήταν διαφορετική, κανείς δεν θα του ζητούσε να λάμπει όλο και περισσότερα, σίγουρα εκεί κάποιος θα το αγαπούσε για το δικό του φως και δεν θα του ζητούσαν να γίνει όπως τα άλλα του αδέλφια.


Το είπε και το έκανε. Άφησε τα χέρια του από το περβάζι και άρχισε να ταξιδεύει και να ταξιδεύει και να ταξιδεύει…
Γύρω του άκουγε ψιθύρους.
Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει… έλεγε κάποιος
Τι απογοήτευση, τι του ήρθε ν’ αφήσει τη σιγουριά του σπιτιού του… έλεγε κάποιος άλλος
Μη δίνεις σημασία, κανένας απροσάρμοστος θα είναι… έλεγε ένας τρίτος…
Και το αστέρι συνέχιζε πετώντας το μακρινό του ταξίδι και καθώς πετούσε το φως του τρεμόσβηνε και τρεμόσβηνε, μέχρι που σταμάτησε να φαίνεται από την παλιά του γειτονιά.


Το αστεράκι είχε πολύ δρόμο ακόμα να κάνει και ούτε το ίδιο ήξερε αν θα έφτανε ποτέ στον πλανήτη που ονειρευόταν, μα δεν το ένοιαζε καθόλου.
Ήταν τώρα ελεύθερο και  δεν μπορεί, κάποιον θα συναντούσε στην στράτα του να το αγαπήσει,  έστω και με κείνο το αχνό φως που του χάρισε η ζωή.




Το παραμύθι το αφιερώνω στο melv@ki  ως αντίδωρο για τo κείμενό της με τίτλο "ω γλυκύ μου έαρ"

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

To ανόητο δέντρο



Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά και έλεγαν παραμύθια, έτυχε ο προπάππος του προπάππου μου να ακούσει μια αληθινή ιστορία που μοιάζει με παραμύθι.
Μπορεί όμως και να είναι ένα παραμύθι που μοιάζει με αληθινή ιστορία, Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που άλλος πιστεύει το πρώτο και άλλος το δεύτερο, γι' αυτό μπορείτε κι εσείς να πιστέψετε αυτό που σας φαίνεται πιο σωστό.



Λένε, πως ένα πουλί που πετούσε από δω και από κει, άφησε να πέσει από το ράμφος του ένα σπυρί..
 Έπεσε ανάμεσα σε δυο πλαγιές ενός ψηλού πέτρινου γκρίζου βουνού.


Την άλλη χρονιά στη θέση που έπεσε ο σπόρος φύτρωσε ένα μικρό, τόσο δα πράσινο κλαράκι.


Ο καιρός περνούσε και το κλαράκι έγινε κλωνί και το κλωνί έγινε κλώνος και ο κλώνος έγινε ένα μικρό όμορφο δεντράκι.


Το βουνό σαν είδε την καινούργια ζωή, ένιωσε χαρά μεγάλη.


«Επί τέλους, είπε, δεν θα είμαι μόνο από πέτρα, θα έχω και κάτι πράσινο να απαλύνει τη μοναξιά μου, ίσως αλλάξω και γίνω ένα καταπράσινο βουνό, ίσως γίνω και ένα δάσος και τότε, πω-πω τι ευτυχία, πουλιά θα πετούν γύρω μου και θα μου τραγουδούν».


Έτσι σκεφτόταν το πέτρινο βουνό και έκανε ότι μπορούσε για να βοηθήσει το μικρό δέντρο να μεγαλώσει.


Και πραγματικά, καθώς οι χειμώνες και τα καλοκαίρια έρχονταν και έφευγαν και καινούργιοι χειμώνες και καινούργια καλοκαίρια έβλεπαν το δέντρο να μεγαλώνει, το μικρό δεντράκι ψήλωσε, δυνάμωσε και τίναξε κλώνους και κλωνιά, έτσι που έγινε ένα κανονικό δέντρο.
Το βουνό καμάρωνε και χαιρόταν και από τη χαρά του άρχισε να ομορφαίνει.


Το δέντρο από την άλλη μεριά ήταν πολύ περήφανο για τον εαυτό του. Κοιτούσε γύρω του και αγαλλίαζε η ψηχή του που δεν υπήρχε τίποτε άλλο πιο όμορφο από το ίδιο. Κάθε πρωί μετρούσε το μπόι του και ανυπομονούσε να ψηλώσει περισσότερο. Είχε βάλει στόχο να φτάσει στο ίδιο ύψος με τις δυο κορφές του βουνού που έβλεπε δεξιά και αριστερά του.


Μια φορά, κάποια από τις Άνοιξες που πέρασαν από το πέτρινο βουνό, στάθηκε λίγο περισσότερο, καμάρωσε κι εκείνη το δέντρο αλλά κάτι της φάνηκε παράξενο και θέλησε να το ξεδιαλύνει.


Κάθισε λοιπόν και μίλησε μαζί του. «Δεν χρειάζεται να ρωτήσω για την υγεία σου, του είπε, σε βλέπω πολύ ζωηρό, χλωμάδα δεν υπάρχει στο πρόσωπό σου, είσαι ψηλό και δυνατό. Ένα δεν καταλαβαίνω, αφού είσαι γερό, θα έπρεπε ήδη να έχεις ρίξει το σπόρο σου στη γη».
«Και γιατί να το κάνω αυτό;»
«Γιατί αυτός είναι ο νόμος της ζωής, έτσι γεννάει η μια ζωή την άλλη και γιατί μετά από αυτό θα έχεις μια ωραία παρέα», εξήγησε η Άνοιξη.
«Χα, γέλασε το δέντρο, μα εγώ δεν θέλω να γίνει έτσι, έχω άλλο σκοπό στη ζωή μου. Θέλω να ψηλώσω περισσότερο, θέλω να φτάσω τις κορφές».
«Άδικα κοπιάζεις, απάντησε η Άνοιξη υπομονετικά, αυτό δεν θα το καταφέρεις ποτέ».
«Μπα, έτσι λες , είπε το δέντρο με αναίδεια, θα το είχα ήδη καταφέρει αν εσύ ήξερες να κάνεις καλύτερα τη δουλειά σου,
 θα έπρεπε να μένεις περισσότερο κοντά μου και να με βοηθάς.
Φέτος θα μείνεις εδώ, δεν θα σε αφήσω να φύγεις πριν γίνει αυτό που θέλω», είπε με πείσμα το δέντρο.


Η Άνοιξη ευαίσθητη και τρυφερή καθώς είναι, απογοητεύτηκε από τα λόγια του ανόητου δέντρου και πέταξε μακριά από το πέτρινο βουνό.


Το βουνό που άκουσε τη συζήτηση, θέλησε να το λογικέψει .
«Είσαι τόσο όμορφο, είπε στο δέντρο, κρίμα να είσαι ανόητο, κάνε αυτό που σε συμβούλεψε η Άνοιξη, έτσι θα βοηθήσεις να πραγματοποιηθεί και το δικό μου όνειρο.
Ονειρεύομαι να αποκτήσω καταπράσινες πλαγιές».
«Αυτό ξέχνα το, είμαι μοναδικό και θα παραμείνω μοναδικό, και ύστερα με ενδιαφέρει μόνο το δικό μου όνειρο και καθόλου το δικό σου», είπε με έπαρση το δέντρο.


Το βουνό έγινε πιο γκρίζο από τη στεναχώρια του που τόσο καιρό έτρεφε μάταιες ελπίδες. και δεν ξαναμίλησε ούτε ξαναβοήθησε το δέντρο.


Η φιλοδοξία του δέντρου διαδόθηκε στη γύρω περιοχή και στα χρόνια που ήρθαν, όλοι είχαν την περιέργεια να δουν τι θα συμβεί.
Οι Άνοιξες έμεναν όλο και λιγότερο στο πέτρινο βουνό και οι χειμώνες περιγελούσαν το δέντρο καθώς το έβλεπαν να χάνει τα λίγα καινούργια βλαστάρια που είχε αποκτήσει.


Πέρασε πολύς καιρός και το δέντρο από τη μεγάλη προσπάθεια να ρίξει μπόι όλο και αδυνάτιζε, όλο και χλώμιαζε.
Δεν ήταν πια το δυνατό όμορφο δέντρί που όλοι καμάρωναν και όλοι περίμεναν να απλωθεί και να αγκαλιάσει το βουνό.


Στο τέλος, βαρέθηκαν να ασχολούνται μαζί του, ξέχασαν και την περιέργειά τους και έμαθαν μόνο το νέο που τους είπε ο τελευταίος χειμώνας που πέρασε από το πέτρινο βουνό.


. «Το βουνό είναι καλά και σας στέλνει χαιρετίσματα. Οι κορφές του είναι το ίδιο ψηλές και αγέρωχες. Το ανόητο δέντρο χάθηκε από την πλαγιά .
Είδα μόνον κάτι ξεραμένα ξύλα πεσμένα στη χαράδρα».



Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

O άνθρωπος το πουλί και το λουλούδι...

Βρέθηκαν κάποτε μαζί σε έναν κήπο, ένας άνθρωπος, ένα πουλί και ένα λουλούδι
Το λουλούδι είχε χρώματα σπάνια, ήταν όμορφο και δροσερό, μοσχοβολούσε και λικνίζονταν στο φύσημα του αγέρα.
Το πουλί ήταν χαριτωμένο, ανάλαφρο και κελαηδούσε όμορφα.
Ο άνθρωπος ήταν νέος και καλοφτιαγμένος. Καθόταν στο γρασίδι σκεφτικός και αφηρημένος με τα μάτια κλειστά.
Κάποια στιγμή ακούγεται μια φωνή να λέει.
-Αχ, πόσο σε λυπάμαι φίλε!
Πετάγεται όρθιος ο άνθρωπος να δει ποιος μίλησε, κανείς δε φαινόταν, σκέφτεται πως ήταν η φαντασία του και ξανακάθεται.
Σε λίγο ακούγεται πάλι η ίδια φωνή.

-Εχ, τίποτα δεν έχεις καταλάβει από τη ζωή...


Τρομάζει ο άνθρωπος ψάχνει γύρω, τίποτε, σκέφτεται πως αυτό εδώ το μέρος είναι στοιχειωμένο και τρέχει να φύγει.
Πριν κάνει δυο βήματα, πέφτει μπροστά του ένα πλασματάκι τόσο δα που ήταν και δεν ήταν αληθινό και του λέει.


-Πού πας άνθρωπε, μείνε να χαρείς την ομορφιά.


Ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να μιλήσει ούτε να κουνηθεί από την τρομάρα του και το πλασματάκι που ήταν και δεν ήταν συνεχίζει.
-Πιάσε κουβέντα με αυτό το όμορφο λουλούδι και κείνο το παραδεισένιο πουλί. Μίλησε μαζί τους και θα μάθεις πολλά.
Συνέρχεται ο άνθρωπος, σκέφτεται τα λόγια που άκουσε και αποφασίζει να κάνει ότι είπε το πλασματάκι. Πιάνει λοιπόν την κουβέντα στο λουλούδι.
-Τώρα που σε κοιτάζω βλέπω πως είσαι. όμορφο και μυρίζεις υπέροχα. Κρίμα όμως!
-Κρίμα, γιατί; ρωτάει το λουλούδι.
-Κρίμα γιατί σε λίγο θα μαραθείς
Ακούει το πουλί και μπαίνει στην κουβέντα.
-Αχ, ευτυχώς που δεν είμαι λουλούδι..
-Αχ, αναστενάζει πάλι ο άνθρωπος, και σένα σε κλαίω.
-Γιατί το λες αυτό; τιτιβίζει το πουλί, τι ανάγκη έχω εγώ που σκίζω τον αγέρα με τα δυνατά μου φτερά;
-Μπορεί να σκίζεις τον αγέρα και να έχεις δυνατά φτερά, αλλά δε σημαίνει τίποτα.
-Χα! Ποιός το λέει αυτό άνθρωπέ μου, δε βλέπεις που πετάω όπου θέλω;
-Πετάς τώρα, αν όμως αύριο σε σημαδέψει κάποιος με σφεντόνα; Θα σου σπάσει τα φτερά και δεν θα μπορείς να πετάξεις.
-Βρε τι είναι αυτά που λες; Κι εγώ που σου τραγουσούσα τόση ώρα! Δηλαδή νομίζεις πως είναι καλύτερα να μην έχει κανείς φωνή και φτερά;
-Ε, δε λέω, μπορεί εσύ να έχεις φωνή αλλά αν κάποτε πληγωθείς, θα μπορείς να κηλαϊδίσεις;

Το λουλούδι που παρακολουθεί χωρίς να μιλάει, ακούγεται να λέει.
-Α, όσο γι αυτό, εγώ δεν κινδυνεύω να μου σπάσουν τα φτερά..
-Ναι καλά, λέει ο άνθρωπος, εσένα όμως μπορεί να σε κόψουν.
-Ποιός να με κόψει καλέ και γιατί να το κάνει;
-Δεν έχεις ακούσει για λουλούδια που μπαίνουν στο βάζο;
-Πως, βέβαια, πετάγεται το πουλί, έχω δει ανθρώπους να κόβουν τα λουλούδια.
-Εσύ μη μιλάς, λέει ο άνθρωπος, γιατί εσένα μπορεί να σε πιάσουν και να σε κλείσουν σε κλουβί.
-Εμένα σε κλουβί, ας γελάσω, κάνει το πουλί. Τα πουλιά γεννήθηκαν για να πετούν ως τον ουρανό. Πώς να πετάξουν μέσα στο κλουβί;
-Αχ, κάνει ο άνθρωπος, τα πράγματα είναι ακριβώς όπως σας τα λέω, κρίμα είστε και οι δύο. Τόση ομορφιά χαμένη.


Σωπαίνουν για λίγο και οι τρεις. Το πουλί και το λουλούδι σκέφτονται τι μέτρα να πάρουν για να αποφύγουν τα δυσάρεστα που άκουσαν από τον άνθρωπο.
-Δηλαδή, λέει το πουλί για να μην πάθω όσα λες, πρέπει να σταματήσω να πετάω και να κρυφτώ σε έναν θάμνο. Τότε τι πουλί θα ήμουν;
-Μπα, εκεί μπορεί να σε αρπάξει η αλεπού, άσε που μπορεί να πέσεις σε καμιά παγίδα.
-Κι εγώ λέει το λουλούδι, να σταματήσω ν’ ανθίζω και να μυρίζω όμορφα. Μα τότε τι λουλούδι θα ήμουν;
-Δε βαριέσαι, ξαναλέει ο άνθρωπος και να σταματήσεις να ανθίζεις μπορεί να σε κόψουν από τη ρίζα.
-Μα αν είναι όπως τα λες γιατί να υπάρχουν λουλούδια και πουλιά στη φύση; ρωτούν και οι δύο με ένα στόμα.
-Άντε ντε, όλα είναι μάταια, απαντάει ο άνθρωπος αναστενάζοντας.
-Καλά για μας, ψιθυρίζει το λουλούδι, εσύ όμως γιατί είσαι δυστυχισμένος;
-Πώς να μην είμαι, κάνει ο άνθρωπος, μήπως εγώ ξέρω τι θα πάθω φεύγοντας από δω; Μπορεί στο δρόμο να με τσιμπήσει ένα φίδι, ή μπορεί να πέσει πάνω μου κεραυνός, ή να με σκοτώσει κανένας ληστής.
-Βρε τι είναι αυτό που μας βρήκε σήμερα, νευριάζει το πουλί, τι χαζό είμαι που κάθομαι και σε ακούω, μια καλή κουβέντα δεν μας είπες. Ας πετάξω εγώ όπως πετούσα να χαρώ αυτή τη θαυμάσια μέρα. Αυτό μου έλειπε τώρα να αρχίσω να φοβάμαι που είμαι πουλί.
Αυτά φώναξε και πέταξε ψηλά.
Το λουλούδι κοιτάζει το πουλί να πετάει και μαλώνει τον άνθρωπο.
-Βλέπεις τώρα τι έκανες, αν δεν μας έλεγες ανοησίες το πουλί θα καθόταν στα κλωνάρια μου και θα κάναμε μια χαρά παρέα. Στο κάτω- κάτω αν με κόψουν θα ανθίσουν άλλα λουλούδια. Μπα σε καλό σου, άσε με άνθρωπέ μου να λουστώ με τον ήλιο, να χορέψω με τ’ αγέρι και να μοσχοβολήσω. Πήγαινε στο καλό σου.


Ο άνθρωπος αναστενάζει πάλι και σηκώνεται να φύγει σκυφτός και κουρασμένος. Πριν κάνει δυο βήματα, πέφτει μπροστά του το πλασματάκι που ήταν και δεν ήταν.


-Τι να σου πω, του λέει, ρόιδο τα έκανες. Εγώ είπα να μιλήσεις με το λουλούδι και το πουλί γιατί νόμιζα πως θα ήσουν ευτυχισμένος βλέποντας τόση ομορφιά. Ήθελα να μάθεις από το πουλί πόση ευτυχία νιώθει όταν πετάει και από το λουλούδι πώς είδε τον ήλιο να στεγνώνει τις δροσοσταλίδες που του έριξε η νύχτα.


Άντε σύρε στο καλό, εύχομαι να μην πάθεις όσα φοβάσαι…


Μόνο να με θυμηθείς την επόμενη φορά που θα βρεθεί μπροστά σου ένα πουλί και ένα λουλούδι!


Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Στρατούλης ο Πισωστρατούλης

Μια φορά κι έναν καιρό, αλλά ίσως να συμβαίνει σε όλους τους καιρούς, γεννήθηκε ένας γιος.
Η μητέρα του ήταν πολύ περήφανη, τον έπλενε, τον τάιζε, του τραγουδούσε να μεγαλώσει γρήγορα και παρακαλούσε να πάει μπροστά στη ζωή του.
Πέρασαν οι πρώτοι μήνες και το μωρό μια μέρα έπεσε στα τέσσερα και μπουσούλησε!
Η μητέρα χάρηκε πολύ και φώναξε τους γείτονες να δουν πόσο άνετα και πρωτότυπα μπουσουλάει ο κανακάρης της  πηγαίνοντας προς τα πίσω!
Μια γειτόνισσα χειροκρότησε και φώναξε ενθουσιασμένη, πως πρώτη φορά έβλεπε μωρό να μπουσουλάει με αυτόν τον τρόπο, τα συνηθισμένα μωρά μπουσούλαγαν προς τα εμπρός.
Πέρασαν κανά δυο μήνες και το μωρό στάθηκε στα πόδια του και έκανε δυο βήματα και μάλιστα προς τα πίσω.
Η μητέρα φώναξε πάλι τους γείτονες να το θαυμάσουν και η ίδια γειτόνισσα ξαναφώναξε ενθουσιασμένη πως πρώτη φορά έβλεπε μωρό να περπατάει με αυτόν τον τρόπο, πηγαίνοντας δηλαδή προς τα πίσω.
Τα συνηθισμένα μωρά περπατούσαν προς τα εμπρός.


Η μητέρα εξακολουθούσε να είναι πολύ περήφανη που το παιδί της έκανε πράγματα που δεν μπορούσαν να κάνουν τα συνηθισμένα μωρά, γι αυτό όταν το βάφτισαν του έδωσαν το όνομα Πισωστρατούλης.
Υπήρχε μόνον ένα μικρό πρόβλημα όταν το έβγαζε περίπατο, γιατί το παιδί επέμενε να περπατάει ανάποδα.
Το ασυνήθιστο περπάτημα του ασυνήθιστου μωρού συνεχίστηκε μέχρι τα τρία του χρόνια, όταν για πρώτη φορά έκανε δυο βήματα προς τα εμπρός.
Από τότε απέκτησε τη συνήθεια να κάνει δυο βήματα προς τα εμπρός και τρία προς τα πίσω.
Έτσι λοιπόν όταν ήρθε η ώρα να πάει στο σχολείο, έπρεπε να ξεκινούν πολύ νωρίς το πρωί για να φτάσουν στην ώρα τους, καθώς το παιδί χρειαζόταν πολύ περισσότερο χρόνο απ’ ότι τα άλλα παιδιά που περπατούσαν κανονικά
Η μητέρα άρχισε να εκνευρίζεται για την αργοπορία και προσπάθησε να του αλλάξει συνήθεια.
Προσπάθησε με το καλό, προσπάθησε με το άγριο, δεν τα κατάφερε.


Αυτό όμως δεν ήταν το μόνο που έκανε ανάποδα ο Πισωστρατούλης. .
Στο σχολείο η δασκάλα έλεγε πως ενώ όλα τα παιδιά ξεκινούσαν να διαβάζουν από την πρώτη σελίδα του βιβλίου, ο μικρός ξεκινούσε από το τέλος.
Επίσης έγραφε από το τέλος προς την αρχή της σειράς. Όταν μιλούσε ξεκινούσε τη φράση από το τέλος της.

 Όταν δηλαδή ήθελε να πει. «Εγώ τώρα θα πάω να παίξω μπάλα», έλεγε, «Μπάλα παίξω να πάω θα τώρα εγώ».
Η μητέρα έκανε μεγάλες προσπάθειες να του μάθει να μιλάει σωστά, αλλά εκείνο που κατάφερνε ήταν να τον κάνει να μπερδεύει περισσότερο τις φράσεις.


Το νέο μαθεύτηκε σε όλη τη χώρα και οι ειδικοί έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την περίπτωση του Πισωστρατούλη.
 Ήρθαν στην πόλη και ζήτησαν να τον εξετάσουν για να βγάλουν τα πορίσματά τους που θα έφερναν στην επιστήμη τα πάνω κάτω.
Εγκαταστάθηκαν λοιπόν στο σπίτι του αγοριού και αφού τελείωσαν οι μελέτες, έτρεξαν να ανακοινώσουν τα αποτελέσματα.


Ο πρώτος ειδικός είπε πως ο Πισωστρατούλης είναι περίπτωση και δεν μπορούν να κάνουν τίποτε γιατί έτσι γεννήθηκε.
Ο δεύτερος ειδικός είπε πως μάλλον οι μοίρες που ήρθαν στο κρεβατάκι του μωρού, έφτασαν με την ανάποδη.
Ο τρίτος ειδικός πρότεινε στη μητέρα να του αλλάξει το όνομα από Πισωστρατούλη σε Αναποδούλη.
Ο τέταρτος ειδικός γνωμάτευσε πως το παιδί έπρεπε να ξεκινήσει από την τρίτη Λυκείου για να φτάσει στην πρώτη Δημοτικού.
Ένας πέμπτος είπε πως έπρεπε να γεννηθεί γέρος και να μικρύνει μετά.
Για να μην τα πολυλογούμε όλες οι μελέτες ανακοινώθηκαν σε επιστημονικά περιοδικά και συντάραξαν τους επιστήμονες.


Όλα καλά σκεφτόταν η μητέρα μα θεραπεία δεν πρότειναν οι ειδικοί
Η ζωή συνεχίζοταν με τον Πισωστρατούλη να τα κάνει όλα ανάποδα. Εκεί που πήγαινε να διορθώσει ένα και να πάρει η μάνα του μια ανάσα, χαλούσε δύο και πάλι από την αρχή.
Η μάνα ήταν απογοητευμένη και μια μέρα που δεν πήγαινε άλλο, κλείστηκε στο δωμάτιό της για είκοσι τέσσερις ώρες και κάθισε να σκεφτεί πολύ σοβαρά για το τι έπρεπε να γίνει.
Δεν την πείραζε που το καμάρι της διάβαζε και έγραφε από το τέλος προς την αρχή, άλλο τη στεναχωρούσε.
Αν ο γιος της έκανε σε όλη του τη ζωή ένα βήμα μπρος και δύο πίσω, πώς θα πήγαινε μπροστά και πότε θα έφτανε στο τέρμα; Έλεγε μέσα της πως δεν μπορεί, κάτι έφταιγε για να τα κάνει αυτά ο Πισωστρατούλης της και σίγουρα δεν ήταν αυτό που είπαν οι ειδικοί, αλλά κάτι άλλο.


Από την πολύ τη σκέψη της ήρθε μια φαεινή ιδέα,φωνάζει τον πατέρα, τον παππού και τη γιαγιά και τους λέει.
«Ακούστε δω, από αυτή τη στιγμή θα κάνουμε όλοι αυτό που κάνει ο Πισωστρατούλης.
Θα μιλάμε ανάποδα, θα περπατάμε προς τα πίσω και θα μαγειρεύουμε από την ανάποδη.
«Πάει η γυναίκα μου, τρελάθηκε από τον καημό της», σκέφτηκε ο πατέρας, το ίδιο σκέφτηκαν και οι παππούδες.


Την άλλη μέρα το πρωί, σηκώθηκε η γιαγιά να ετοιμάσει πρωινό. Μόλις πήραν όλοι τη θέση τους στο τραπέζι, σέρβιρε το βούτυρο και τη μαρμελάδα χωρίς ψωμί και μαχαιροπήρουνα και εξαφανίστηκε.
Έμειναν όλοι ακίνητοι και πιο ακίνητος ο Πισωστρατούλης γιατί δεν ήξερε τι να το κάνει το σκέτο βούτυρο και τη σκέτη μαρμελάδα.
Περίμενε, περίμενε, δεν μπορούσε να φάει και φώναξε.
«Ε, γιαγιά, τι γίνεται εδώ, θα φάμε σήμερα;»
Αυτό βέβαια το φώναξε με τον δικό του τρόπο δηλαδή από τα πίσω προς τα εμπρός.
«Ποιος σε εμποδίζει;», ρωτάει η γιαγιά.
«Σκέτο βούτυρο θα φάμε;»
«Α, ναι ξέχασα το ψωμί, λέει η γιαγιά και φέρνει ένα πανεράκι γεμάτο με τριμμένη ψύχα. Ορίστε, στρώστε το ψωμί στο βούτυρο και στη μαρμελάδα».
Ο Πισωστρατούλης κοιτάζει παραξενεμένος μια το βούτυρο και μια τους γονείς του που προσπαθούσαν να κάνουν όπως τους είπε η γιαγιά και μάλιστα με τα χέρια.
«Πού είναι τα μαχαιράκια;» ρωτάει έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
«Α, τα μαχαιράκια, λέει η γιαγιά, φάτε πρώτα και θα τα φέρω μετά».


Το αγόρι δεν καταλάβαινε τίποτε, αλλά ήταν όλοι πολύ σοβαροί και σηκώθηκαν από το τραπέζι γρήγορα για να πάνε στις δουλειές τους.
Το ίδιο έγινε και το μεσημέρι, όπου η γιαγιά έβαλε την κατσαρόλα με τη φασολάδα στη μέση του τραπεζιού, χωρίς πιάτα και κουτάλια και τους είπε ν’ αρχίσουν να τρωνε γιατί ήθελε να μαζέψει γρήγορα το τραπέζι.
Ο Πισωστρατούλης ρίχνει μια ματιά στην κατσαρόλα, δεν έμοιαζε και πολύ με φασολάδα εκείνο το πράγμα, καθώς έβλεπε μόνο φασόλια καμένα στον πάτο μέσα σε άβραστο νερό.
Όταν ρώτησε πώς είναι έτσι αυτά τα φασόλια, πήρε την απάντηση από τη γιαγιά του.
«Α, ξέχασα να σας πω, δοκίμασα μια καινούργια σήμερα, έβρασα πρώτα τα φασόλια και μετά έριξα το νερό».
Βέβαια σηκώθηκαν και κείνη τη φορά νηστικοί από το τραπέζι, αφού δεν υπήρχαν ούτε κουτάλια για να φάνε έστω το νερό.


Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, με τον Πισωστρατούλη να ψάχνει κάτι πρόχειρο στο ψυγείο για να χορτάσει την πείνα του.
Εκείνη η εβδομάδα πέρασε κακήν κακώς και την Κυριακή το πρωί ο πατέρας του πρότεινε να πάνε βόλτα στο ποτάμι όπου μαζεύονταν πολλά παιδιά και έπαιζαν κάθε λογής παιχνίδια. Αυτή την Κυριακή μάλιστα θα έβλεπαν και κουκλοθέατρο.
Ξεκίνησαν από το σπίτι με τον Πισωστρατούλη να κάνει ένα βήμα μπροστά, δυο πίσω.
Με μεγάλη του όμως έκπληξη είδε τον πατέρα του να κάνει ένα βήμα μπροστά και τρία πίσω!
Συνέχισαν να περπατάνε, η ώρα περνούσε και εκείνοι δεν είχαν καταφέρει να φτάσουν ούτε μέχρι τη γωνία.
Το αγόρι αγανάκτησε και σκέφτηκε πως ήταν πολύ βαρετό αυτό που έκανε ο πατέρας του και θα έχαναν και το κουκλοθέατρο.
Πήγε μεσημέρι όταν επί τέλους κατάφεραν να φτάσουν, όμως οι παρέες είχαν φύγει και στο ποτάμι ήταν μόνοι τους.


Γύρισαν στο σπίτι με τον ίδιο τρόπο όπου έφτασαν το βράδυ και ο μικρός ήταν πολύ κουρασμένος γιατί αναγκάστηκε ν’ ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του που δεν τον πήρε αγκαλιά αυτή τη φορά για να φτάσουν γρήγορα, ούτε πήγαν με το αυτοκίνητο.
Το επόμενο βράδυ ζήτησε από τη μαμά του να του διαβάσει ένα παραμύθι για να κοιμηθεί.
Τότε η μητέρα πήρε το βιβλίο με το αγαπημένο του παραμύθι και άρχισε να διαβάζει.
 «Καλύτερα μεις και καλά αυτοί έζησαν και....»
«Αυτό πει θα τι», ρωτάει ο Πισωστρατούλης με τον δικό του τρόπο που σήμαινε «Τι θα πει αυτό;» στην κανονική γλώσσα.
 Η μητέρα δεν απάντησε και συνέχισε να διαβάζει από τα πίσω προς τα εμπρός με αποτέλεσμα ο Πισωστρατούλης να βαρεθεί αφού δεν καταλάβαινε τίποτε και να κοιμηθεί πριν την ώρα του.


Το επόμενο Σάββατο η μητέρα του είπε να ντυθεί γιατί θα πήγαιναν στα γενέθλια του εξαδέλφου του και η θεία είχε φτιάξει τούρτα σοκολάτα που του άρεσε πολύ.
Ξεκίνησαν με τον Πισωστρατούλη να ανυπομονεί να φτάσουν για να φάει την τούρτα, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη η μητέρα βάδιζε όπως και ο πατέρας την προηγούμενη Κυριακή.
 Στα γενέθλια έφτασαν αργά το βράδυ αφού η τούρτα είχε φαγωθεί και για τον μικρό δεν έμεινε ούτε μια σταγόνα σιρόπι.


Ο Πισωστρατούλης κόντευε να σκάσει από το κακό του και δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχαν πάθει οι δικοί του και έκαναν όλα τα πράγματα ανάποδα.
Εδώ κάτι δεν πήγαινε καλά και έπρεπε να το διορθώσει.
Έτσι λοιπόν την τρίτη εβδομάδα και αφού είδε ότι ήταν σαν να είχαν σταματήσει τα πάντα αποφάσισε να μιλήσει στους γονείς του.
Ρωτάει τον πατέρα του. «Μπαμπά γιατί περπατάς με ένα βήμα μπρος και τρία πίσω;»
«Μα σκέφτηκα ότι ίσως είναι καλύτερα έτσι αφού αυτό κάνεις κι εσύ», λέει ο πατέρας,
Μετά ρωτάει και τη μητέρα του, «Μαμά γιατί μου διαβάζεις τα παραμύθια αρχίζοντας από το τέλος και δεν καταλαβαίνω τίποτε;»
«Μα σκέφτηκα ότι αυτός ίσως είναι ο πιο σωστός τρόπος, αφού κάνεις κι εσύ το ίδιο» απαντάει η μητέρα.
Ύστερα ρωτάει τη γιαγιά του. «Γιαγιά γιατί μας λες να στρώσουμε το ψωμί στο βούτυρο και όχι το βούτυρο στο ψωμί;»
«Τι σημασία έχει; απάντησε η γιαγιά, το ίδιο δεν είναι;»
«Πώς είναι το ίδιο, αφού το ψωμί δεν στρώνεται στο βούτυρο»
«Μπα, πώς το ξέρεις εσύ αυτό;»
«Αφού πάντα στρώναμε το βούτυρο και τη μαρμελάδα στο ψωμί» λέει ο Πισωστρατούλης.
«Κι εμείς πάντα βαδίζαμε προς τα εμπρός, αλλά εσύ περπατάς μια μπρος και μία πίσω και μιλάς από τα πίσω προς τα εμπρός. Σκέφτηκα κι εγώ λοιπόν πως όλα τα πράγμα γίνονται και με αυτόν τον τρόπο», λέει η γιαγιά.


Ο Πισωστρατούλης που κατά τα άλλα ήταν ένα πολύ έξυπνο παιδί, κάθισε και τα σκέφτηκε όλα καλά.
Αυτά που έκαναν οι δικοί του ήταν πολύ ενοχλητικά και δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα.
 Άρα όλα τα πράγματα έπρεπε να γίνονται με μια σειρά, να ξεκινούν δηλαδή από την αρχή και να φτάνουν στο τέλος και αφού κάτι ξεκινά έπρεπε να προχωρά μπροστά και όχι πίσω.
Αφού τα σκέφτηκε από δω, τα σκέφτηκε από κει, αποφάσισε πως έπρεπε να δώσει το καλό παράδειγμα στους δικούς του.
Κοιμήθηκε ήσυχος και όταν ξύπνησε το άλλο πρωί, ως δια μαγείας μίλησε κανονικά, πήγε στο σχολείο περπατώντας μόνο με βήματα προς τα εμπρός, και προς μεγάλη έκπληξη της δασκάλας διάβασε και έγραψε όπως όλοι οι άνθρωποι.


Το καινούργιο νέο διαδόθηκε πάλι σε όλη τη χώρα, έφτασε και στα αυτιά των ειδικών που είχαν μελετήσει και έβγαλαν τα συμπεράσματά τους για τη σπάνια περίπτωση του παιδιού με το πισωπερπάτημα.
Όλοι περίμεναν με αγωνία τις καινούργιες ανακοινώσεις των ειδικών, εκείνοι όμως σιώπησαν γιατί ήταν πολύ ειδικοί για να δεχτούν πως είναι δυνατόν να συμβεί κάτι πέρα από τα δικά τους συμπεράσματα.


Εκείνο όμως που έχει σημασία, είναι πως ο Πισωστρατούλης από τότε, έκανε βήματα μόνο προς τα εμπρός και όλα τα άλλα τα έκανε σωστά, τόσο που του έκοψαν το μισό όνομα και τώρα τον έλεγαν Στρατούλη.
Έτσι έγιναν τα πράγματα και έζησαν πραγματικά αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.





Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

To παιδί και το χελιδόνι (Ανοιξιάτικο παραμύθι)

Ο Θάνος (Αθανάσιος είναι το βαφτιστικό του) είναι ένα πολύ πολύ χαρούμενο αγόρι. 
Τις τελευταίες μέρες δεν μπορεί να συγκρατήσει τη χαρά του, γελάει συνεχώς, τρέχει σαν πουλαράκι στο λιβάδι, με τον μπαμπα να του φωνάζει και τη μητέρα ν' αγανακτεί, τον ίδιο να γρατσουνίζει τα πόδια του από το πέσιμο και τη γιαγιά να μαλώνει τους γονείς του λέγοντας. "Μην το μαλώνετε το παιδί, δεν βλέπετε, η Άνοιξη μπήκε!"
Αυτή τη φράση δεν ξέρει γιατί τη λέει η γιαγιά, εκείνο που ξέρει είναι πως ο ίδιος αισθάνεται παράξενα, πιο χαρούμενος, έτοιμος να γνωρίσει καινούργιους κόσμους.
Ξαφνικά ακούει μια σιγανή φωνή να φωνάζει το όνομά του.
Γύρω του δεν υπάρχει κανείς.
Σε λίγο όμως, η ίδια φωνή ακούγεται και πάλι και είναι σαν να έρχεται από τον ουρανό.
Ο Θάνος σηκώνει το κεφάλι του. Στέκεται κάτω από τη στέγη.
Κάτω από τη στέγη επίσης, στη γωνία, υπάρχει μια χελιδονοφωλιά.
Είναι το σπίτι μιας οικογένειας χελιδονιών. 
Μέσα στη φωλιά γίνεται μεγάλη φασαρία. Δυο μεγάλα χελιδόνια πάνε κι έρχονται, ενώ τα μικρά χελιδονάκια είναι πολύ ζωηρά.
Όλη η οικογένεια τιτιβίζει ασταμάτητα.
Ο Θάνος σκέφτεται πως αυτή η χελιδονοοικογένεια είναι χαρούμενη κι ευτυχισμένη.
Καθώς παρατηρεί τη χελιδονοφωλιά, ακούει πάλι τη φωνή να φωνάζει το όνομά του.
Την ίδια στιγμή, νιώθει κάτι να πέφτει στον ώμο του.
Η έκπληξή του είναι μεγάλη όταν βλέπει ένα από τα μικρά χελιδόνια να τον κοιτάζει στα μάτια και με ανθρώπινη φωνή, να λέει.
«Ε, φίλε, όπου και να πας, πάρε με μαζί σου».
«Ωχ! Τι ακούω! Εσύ φωνάζεις τ' όνομά μου και γιατί θέλεις να έρθεις μαζί μου;»
«Βαρέθηκα στη φωλιά. Πέρασε τόσος καιρός και ακόμη δεν μπορώ να πετάξω, τα φτερά μου είναι αδύνατα».
«Τότε, γιατί δεν περιμένεις να δυναμώσουν;»
«Ουφ! Αυτό το ακούω και από τη μητέρα, βαρέθηκα σου λέω, Θέλω να γνωρίσω τον κόσμο!»
«Να σου πω την αλήθεια κι εγώ θέλω το ίδιο».
«Ε τότε γιατί να μην το κάνουμε; Τρέξε να φύγουμε!»
Άλλο που δεν ήθελε ο Θάνος και χωρίς να το πολυσκεφθεί, με το μικρό χελιδόνι στον ώμο του ξεκινούν για ένα μεγάλο ταξίδι.
Βγαίνουν από τον κήπο τρέχοντας.
Είναι πολύ χαρούμενοι και οι δυο που κατάφεραν να φύγουν μόνοι από το σπίτι.
Χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς, βγαίνουν στον μεγάλο δρόμο και μετά από ώρα, φτάνουν στο δάσος
Ο Θάνος σταματάει για λίγο να ξεκουραστεί και να θαυμάσει την ομορφιά του.
Το χελιδόνι είναι ανυπόμονο.
«Μη σταματάς, τρέξε να φτάσουμε μακριά», λέει.
Το μεγάλο πλατάνι τους βλέπει και χαμηλώνει τα κλαδιά του προς το μέρος τους.
«Εσείς οι δυο είστε λίγο μικροί για να βρίσκεται μόνοι εδώ, τους ψιθυρίζει, μήπως έχετε χαθεί;»
«Όχι βέβαια, θυμώνει ο Θάνος, είμαστε αρκετά μεγάλοι και θέλουμε να γνωρίσουμε τον κόσμο».
«Σε λίγο θα νυχτώσει, μείνετε εδώ, εγώ μπορώ να σας προστατέψω», ξαναλέει το πλατάνι.
«Χα, γέλασε το μικρό χελιδόνι, μπορούμε να προστατέψουμε τον εαυτό μας».
«Καλά λοιπόν, αν όμως χρειαστείτε ένα σπίτι, ελάτε σε μένα», επιμένει ο γερο πλάτανος.
Ο Θάνος και το χελιδόνι, χωρίς να δώσουν σημασία στα λόγια του μεγάλου δέντρου, συνεχίζουν το δρόμο τους.
Καθώς περπατούν συναντούν ένα μεγάλο ελάφι.
«Πού πάτε εσείς οι δυο;» ρωτάει το ελάφι.
«Ξεκινήσαμε ν’ ανακαλύψουμε τον κόσμο», απαντά ο Θάνος.
«Βέβαια, βέβαια, συμπληρώνει το μικρό χελιδόνι, βιαζόμαστε, μη μας καθυστερείς».
Η παρεούλα των δύο συνεχίζει το δρόμο της με το Θάνο να χοροπηδά και το χελιδόνι να τιτιβίζει ασταμάτητα.
Σε λίγη ώρα, το παιδί σταματά απότομα. Ο δρόμος κοβόταν και το δάσος φαινόταν μπροστά τους πυκνό και σκοτεινό.
«Μη σταματάς, τρέξε, τρέξε», τιτιβίζει πάλι το χελιδονάκι.
«Μα δεν υπάρχει δρόμος, πού να πάω;» διαμαρτύρεται ο Θάνος,
Πριν τελειώσει την κουβέντα του, ξετρυπώνει πίσω από έναν πυκνό θάμνο μια αλεπού με μεγάλη φουντωτή ουρά.
Στέκεται μπροστά στους δυο μικρούς και τους κοιτάζει περίεργα.
«Μπα, μπα, τι βλέπω, από πού μας έρχεστε εσείς και τι δουλειά έχετε στο δάσος»
«Ω, γεια σας κυρία Αλεπού, λέει ο Θάνος, μήπως μπορείτε να μας πείτε πώς θα πάμε στη μεγάλη πόλη;»
«Αχού! Μεγάλη πόλη ονειρεύονται τα πουλάκια μου;» γελάει η Αλεπού.
«Όχι, λάθος κάνετε, εξηγεί ο Θάνος, μόνον ο ένας από εμάς είναι πουλάκι».
«Εγώ, εγώ είμαι πουλάκι, τιτιβίζει το χελιδόνι, δείξε μας γρήγορα το δρόμο, βιαζόμαστε»
«Α, εμένα μη με ρωτάτε για πόλη, εγώ ξέρω μόνο το δάσος, αλλά γιατί δεν έρχεστε να σας φιλοξενήσω στη φωλιά μου;» κάνει πονηρά η αλεπού, γλείφοντας τη μουσούδα της.
Ο Θάνος είχε διαβάσει παραμύθια για την πονηριά της αλεπούς και είπε βιαστικά.
«Ευχαριστούμε, αλλά πρέπει να φτάσουμε σήμερα στην πόλη».
«Όπως νομίζετε, απαντά θυμωμένη η αλεπού, αλλά πιο κάτω μπορεί να βρείτε τον κυρ-λύκο που δεν είναι τόσο ευγενικός όσο εγώ».
Μιλώντας όμως με τους κατοίκους του δάσους, είχε νυχτώσει και ο Θάνος δεν έβλεπε πια γύρω του.
«Ξέρεις κάτι φίλε, λέει στο χελιδόνι, δεν μπορούμε να περπατήσουμε άλλο, είναι σκοτεινά».
«Και τότε τι θα κάνουμε;» ρωτά το χελιδονάκι και φτερουγίζει ανήσυχο.
«Θα ψάξουμε να βρούμε ένα μέρος για να περάσουμε τη νύχτα».
«Τσίου-τσίου, αυτό δεν μου αρέσει και αρχίζω να πεινάω».γκρίνιαξε το χελιδόνι.
«Τώρα που το λες, νομίζω πως πεινάω κι εγώ», λέει ο Θάνος πιάνοντας την κοιλιά του.
«Ε τότε, άντε να βρεις κάτι να φάμε».
«Εσύ τι θέλεις να φας;» ρωτά ο Θάνος τον φίλο του.
«Ένα μυγάκι, ένα σκουληκάκι, ό,τι βρεθεί».
Ο Θάνος κοιτάζει γύρω του, βρίσκει ένα σκουληκάκι στο έδαφος και το δείχνει στο χελιδόνι.
«Ορίστε, εδώ υπάρχει τροφή για σένα».
«Μα τι λες; Δεν μπορώ να φάω μόνος μου, πρέπει να με ταίσεις».
«Καλά τότε. Θα το πιάσω στο χέρι μου και τσίμπησέ το με το ράμφος σου».
«Δεν μπορώ να το τσιμπήσω, πρέπει να μου το ρίξεις στο στόμα, όπως η μαμά μου».
Ο Θάνος έκανε όπως του είπε το χελιδόνι, αλλά δεν κατάφερε τίποτε.
Το μικρό χελιδόνι έγινε πιο ανήσυχο. Πεινούσε πολύ και κρύωνε.
Τιτίβιζε ασταμάτητα και φτερούγιζε στον ώμο του Θάνου.
Ο μικρός πρσπάθησε να το κλείσει στη χούφτα του, αλλά το χελιδόνι φοβήθηκε πιο πολύ. Ξέφυγε από το χέρι του και έπεσε στο έδαφος.
Ο Θάνος τρόμαξε. Τι θα έκανε αν έχανε το φίλο του, πού θα πήγαινε μόνος του;
Έψαξε να βρει το μικρό χελιδόνι, αλλά ήταν σκοτεινά και υπήρχαν πυκνοί θάμνοι εκεί γύρω.
Φώναξε μερικές φορές μα δεν πήρε απάντηση.
Κάθισε απογοητευμένος στου βρεγμένο χώμα. Ήταν κουρασμένος και πεινασμένος.
Εκτός από αυτό φοβόταν πολύ.
Σκέφτηκε πόσο καλύτερα θα ήταν αν είχε ακούσει τη συμβουλή του γερο-πλάτανου.
Αν είχαν μείνει κοντά του να περάσουν τη νύχτα, όλα θα ήταν καλύτερα.
Τώρα όμως δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω.
Τι βλακεία να ακούσει ένα μικρό χελιδόνι που ούτε να φάει δεν μπορούσε μόνο του!
Είχε μετανιώσει πολύ που έφυγε από το σπίτι του. Αχ, πόσο του έλειπαν οι γονείς του!
Έτσι όπως ήταν κουρασμένος και φοβισμένος, άρχισε να κλαίει. Χωρίς να το καταλάβει το κλάμα του έγινε δυνατό. Σε λίγο έκλαιγε τόσο δυνατά που ακούστηκε σε όλο το δάσος.
Το ελάφι που τους είχε συναντήσει το απόγευμα, ανησύχησε και πήγε να δει τι συμβαίνει.
Βρήκε το παιδί και κάθισε δίπλα του.
«Μη φοβάσαι, του λέει, ξάπλωσε πάνω μου να σε ζεστάνω»
Ο Θάνος έγειρε στο σώμα του ελαφιού και ένιωσε καλύτερα.
«Πού είναι ο φίλος σου;» ρωτάει το ελάφι.
«Χάθηκε, απάντησε το παιδί με έναν λυγμό, ελπίζω να συναντηθούμε πάλι το πρωί»
«Κοιμήσου τώρα, του λέει το ελάφι τρυφερά και σαν ξημερώσει θα σε οδηγήσω στην άκρη του δάσους να γυρίσεις στο σπίτι σου».
Ο Θάνος κοιμήθηκε βαθιά και όταν άνοιξε τα μάτια του ο ήλιος τον κοιτούσε από ψηλά, ρίχνοντας τις ακτίνες του ανάμεσα από τα τεράστια δέντρα.
Το ελάφι ήταν ακόμη δίπλα του, ακίνητο για να μην τον ενοχλήσει.
Βοήθησε τον μικρό να σηκωθεί και του λέει.
«Ακολούθησέ με, θα σε συνοδέψω μέχρι την άκρη του δάσους. Πιο μακριά δεν μπορώ να πάω, κινδυνεύω μακριά από το σπίτι μου».
«Πρέπει να βρω το χελιδόνι, κλαψούρισε ο Θάνος, πρέπει να το παραδώσω πίσω στη φωλιά του».
«Θα σε βοηθήσω να ψάξουμε, λέει το ελάφι, αλλά φοβάμαι πως δεν θα το βρούμε».
«Τι εννοείς;» ρώτησε το παιδί τρομαγμένο.
«Δεν ξέρω για την πόλη, αλλά εμείς εδώ στο δάσος έχουμε τους νόμους μας.
Κάθε μικρό πλασματάκι είναι εύκολο να χαθεί όταν φύγει από το σπίτι του. Δεν το ήξερες αυτό;»
«Όχι» ομολόγησε ο Θάνος.
«Μα βέβαια, γι αυτό εμείς προσέχουμε πολύ τα μικρά μας. Τα κρατούμε συνέχεια δίπλα μας μέχρι να μεγαλώσουν».
«Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου, είπε με παράπονο ο Θάνος, αλλά πρώτα πρέπει να βρούμε τον φίλο μου».
Άρχισαν λοιπόν να ψάχνουν μαζί, το παιδί και το ελάφι.
Έψαξαν, έψαξαν, πέρασαν πολύ ώρα ψάχνοντας και ξαφνικά πίσω από έναν αγκαθωτό θάμνο, ακούστηκε μια αδύνατη φωνή.
Το ελάφι παραμέρισε προσεκτικά με το πόδι του το αγκαθωτό φυτό και έπιασε απαλά στο στόμα του το μικρό ακίνητο σώμα του χελιδονιού.
Ο Θάνος το έκλεισε στο χέρι του να το ζεστάνει.
Εκεί κοντά, βρισκόταν ένας βράχος απ' όπου έτρεχε καθαρό νερό.
Ο Θάνος έσταξε λίγο νερό στο στόμα του χελιδονιού κι εκείνο άνοιξε τα μάτια.
Ήταν όμως πολύ αδύνατο για να τιτιβίσει.
Το αγόρι μετάνιωσε που φάνηκε τόσο επιπόλαιο και έφυγε μακριά από το σπίτι του.
Η μόνη του ελπίδα τώρα ήταν το ευγενικό ελάφι που θα τον οδηγούσε στην άκρη του δάσους.
Ξεκίνησαν όλοι μαζί αμέσως. Το παιδί, το ελάφι και το χελιδόνι.
Οι δυο μικροί είχαν πάρει ένα πολύ καλό μάθημα.
Θα περίμεναν πρώτα να μεγαλώσουν και τότε θα έκαναν ένα μεγάλο ταξίδι για να γνωρίσουν τον κόσμο.