Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

O τεμπέλης με τη μεγάλη κληρονομιά...


Μια φορά κι έναν καιρό, αλλά μπορεί και τούτον δω τον καιρό, η γυναίκα ενός πλούσιου ανθρώπου γέννησε ένα στρουμπουλό και όμορφο αγόρι.
Ο πλούσιος άνθρωπος χάρηκε πολύ που το παιδί ήταν αγόρι αφού θα μπορούσε να αβγατέψει την περιουσία του και έδωσε εντολή στη γυναίκα του να το μοσχοαναθρέψει και να μην του χαλάει χατίρι, γιατί αυτός θα ήταν ο κληρονόμος και θα δόξαζε το όνομά του.
Η μάνα έκανε όπως είπε ο άντρας της, το τάιζε και του πουλιού το γάλα και το μωρό γινόταν όλο και πιο στρουμπουλό, όλο και πιο αφράτο.

Από το πολύ το τάισμα ο γιος έγινε δυο χρονώ και δεν έλεγε να σηκωθεί να περπατήσει ούτε να μιλήσει, έγινε πέντε χρονώ και  οι κουβέντες του ήταν λίγες.
Όταν διψούσε, έλεγε «νερό», όταν πεινούσε έλεγε, «φαί» και η μάνα του το έδινε στο στόμα.
Δεν έβγαινε να παίξει με τα άλλα παιδιά, έλεγε «βαριέμαι», όταν τον έστελναν για κάποια μικροδουλειά, έλεγε «δε θέλω» και όταν ήρθε η ώρα να πάει σχολείο πολύ του κακοφάνηκε που θα άφηνε το μαλακό του κρεβάτι
Με λίγα λόγια οι λέξεις που πρόφερε ο μικρός κληρονόμος ήταν  «Φαί, νερό, βαριέμαι, δε θέλω».
Τα χρόνια πέρασαν, ο μικρός μεγάλωσε και μια μέρα ο πατέρας τον φωνάζει και του λέει.
 «Άκουσε γιε μου. Τώρα θα πας στο Πανεπιστήμιο γιατί η περιουσία μας είναι μεγάλη, πρέπει να ξέρεις πολλά για να μπορέσεις να την κουμαντάρεις  και σε πέντε χρόνια που θα πάρεις το χαρτί θα σου δώσω ότι έχω και δεν έχω. Εγώ γέρασα και δεν μπορώ να κάνω καλό κουμάντο».
Ο νεαρός δέχτηκε με χαρά, γιατί είχε ακούσει πως στα Πανεπιστήμια οι φοιτητές περνούν ζωή και κότα.
Σαν πήγε στην πρωτεύουσα, έκανε ένα γύρο να δει τα αξιοθέατα, πέρασε μια βόλτα και από το Πανεπιστήμιο και... έπιασε το κρεβάτι.
Από το παράθυρο χάζευε την κίνηση στο δρόμο και κάθε μέρα σκεφτόταν πως την επομένη είχε να σηκωθεί πρωί να πάει στα μαθήματα.
Από την πολύ τη σκέψη όμως κουραζόταν, το έριχνε στον ύπνο και την επόμενη το ανέβαλε για την μεθεπόμενη και πάει λέγοντας, ώσπου έφτασε το τέλος της χρονιάς και γύρισε στο χωριό του για.... διακοπές.
Όλο το καλοκαίρι ο γιος ξεκουραζόταν και κανείς δεν τολμούσε να του ζητήσει μια χάρη, γιατί ήταν πολύ κουρασμένος από τα μαθήματα.
Με τα ίδια και τα ίδια ο γιος ξόδεψε τα χρόνια και χαρτί δεν πήρε.
Ήρθε όμως ο κακός καιρός και οι γονείς αρρώστησαν.
Πριν πεθάνει ο πατέρας που είχε καταλάβει τι κουμάσι ήταν ο γιος του, τον φωνάζει και του λέει.
«Άκουσε δω γιε μου. Επειδή είσαι μεγάλος τεμπέλης, φοβάμαι πως όταν εμείς λείψουμε, εσύ είσαι ικανός να πεθάνεις από την πείνα. Γι αυτό το λόγο στο σπίτι έχω κρύψει έναν μεγάλο θησαυρό για να σε βοηθήσει να ζήσεις γιατί με τη δουλειά δεν βλέπω να προκόβεις. Δεν θα σου πω όμως πού είναι, θα ψάξεις να τον βρεις όταν θα τον έχεις μεγάλη ανάγκη».

Μετά από λίγο καιρό οι γονείς πέθαναν και ο γιος έμεινε μόνος. Να δουλέψει ούτε κουβέντα, έπιασε πάλι το κρεβάτι και όταν είχε δουλειές που έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει φώναζε τους γείτονες
Σιγά -σιγά τα λεφτά που του άφησε ο πατέρας τελείωσαν αφού έτρωγε από τα έτοιμα και ο γιος όλο και σκεφτόταν πως ήταν καιρός να ψάξει το σπίτι για το θησαυρό.
Κάθε μέρα όμως που ξημέρωνε το ανέβαλε για την επόμενη γιατί του ήταν πολύ βαρετό να ψάχνει. .
Στην αρχή οι γείτονες τον λυπόταν και του πήγαιναν ένα πιάτο φαγητό, αυτός όμως γινόταν όλο και πιο απαιτητικός και στο τέλος τον βαρέθηκαν και τον παράτησαν.

Στο χωριό εκείνες τις μέρες κυκλοφορούσε και ένας ληστής με το όνομα Φούρκας, ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής .
Έμαθε τα καθέκαστα και σκέφτηκε πως ήταν μια καλή ευκαιρία να κλέψει κάτι από τον ανεπρόκοπο, αφού όπως έλεγαν όλοι δεν ενδιαφερόταν για την περιουσία του.
Ένας καλός φίλος πήγε να τον προειδοποιήσει. «Πρόσεξε, του λέει, κλείδωσε καλά και μην ανοίξεις σε κανέναν γιατί γυρνάει στα μέρη μας ο ληστής ο Φούρκας.».
Το βράδυ όμως ο γιος βαρέθηκε να σηκωθεί να κλειδώσει και τον πήρε ο ύπνος εκεί που καθόταν.
 Έτσι τη νύχτα βρήκε ευκαιρία ο Φούρκας και μπήκε ανενόχλητος στο σπίτι.
Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει, δεν είχε τίποτε να κλέψει πέρα από μερικά λουκάνικα και ξεραμένα παξιμάδια. Ξυπνάει το γιο.
«Βρε συ, του λέει, εγώ έμαθα πως είσαι πλούσιος, πού είναι τα λεφτά σου;»
«Ωχ Χριστιανέ μου, ώρα που βρήκες να ρωτήσεις πού είναι τα λεφτά μου», λέει ο γιος.
«Βρε συ, εγώ είμαι ληστής και ήρθα να σε κλέψω».
«Και γι αυτό με ξύπνησες, ψάξε να τα βρεις και άσε με να κοιμηθώ», απαντάει ο γιος και γυρνάει από το άλλο πλευρό.
«Καλός είναι τούτος δω», σκέφτεται ο Φούρκας και αρχίζει να ψάχνει όλο το σπίτι.
Ψάξε-ψάξε ο ληστής, ανακάλυψε το θησαυρό! Ο θησαυρός ήταν τόσο μεγάλος που ο Φούρκας δεν πίστευε στα μάτια του. Άρχισε να γελάει και να χοροπηδάει από τη χαρά του και έκανε τόση φασαρία που ξύπνησε και τον τεμπέλη γιο.
«Βρήκες τίποτα;» ρωτάει τον ληστή.
«Αν βρήκα λέει! Κοιμήσου όμως εσύ, αφού κοιμάσαι όλη μέρα δεν τον έχεις ανάγκη το θησαυρό, άντε γεια σου» και φεύγει σαν νοικοκύρης.
Ακούει τα λόγια του ληστή ο τεμπέλης γιος και ξυπνάει για τα καλά.
«Βρε δε θες να ανακάλυψε το θησαυρό».
Κοιτάει την ώρα, τρεις τα χαράματα. «Ουφ, κάνει, πού να τρέχω τώρα μέσα στη νύχτα να βρω τον ληστή. Είναι και μακριά η χωροφυλακή»
Πέφτει πάλι και κοιμάται και επειδή δεν είχε χορτάσει ύπνο κοιμήθηκε μέχρι το μεσημέρι.

Όταν έγιναν αυτά ήταν καλοκαίρι. Ήρθε όμως ο χειμώνας και για να ζεσταθεί το σπίτι έπρεπε να είναι αναμμένο το τζάκι.
Αλλά ποιος να κόψει ξύλα;
Το κρύο ήταν τσουχτερό και ο γιος αναγκάστηκε να πάει στον καλό φίλο να τον παρακαλέσει να του φέρει ξύλα στο σπίτι.
Τον τεμπέλη όμως τον βαριούνται και οι καλύτεροι φίλοι, έτσι κι εκείνος είπε όχι και δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά μαζί του.
Το ίδιο έκαναν και όλοι στο χωριό. Τον παράτησαν μόνο να κοιμάται όσο θέλει.
Από τότε κανείς δεν μίλησε για τον τεμπέλη κληρονόμο. έτσι κι εμείς δεν ξέρουμε τι απέγινε, ούτε αν έζησε καλά.

Το σίγουρο είναι πως εμείς ζούμε καλύτερα κι ας μην είμαστε πλούσιοι κληρονόμοι..


..

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

O άνθρωπος που δεν ήθελε τίποτα...



Μια φορά, πάει καιρός τώρα τόσος που δεν θυμάμαι πότε ήταν θυμάμαι μόνο πως ήταν καλοκαίρι, φάνηκε στο δάσος ένας άνθρωπος.
Στάθηκε, κοίταξε γύρω και σκέφτηκε πως εδώ ήταν μια τέλεια κρυψώνα για κείνον.
Ήταν ένας άνθρωπος που δεν ήθελε πολλά-πολλά με τους γύρω, προτιμούσε να ζει μόνος γιατί όλο και κάτι ζητούσαν απ’ αυτόν ενώ ο ίδιος δεν είχε χρειαστεί ποτέ κανέναν.
Έλεγε συνέχεια τη φράση «Δε θέλω τίποτε από κανέναν»
Διάλεξε το μεγαλύτερο δέντρο που είχε στον κορμό του ένα άνοιγμα ίσα με ένα μικρό δωμάτιο, και τρύπωσε μέσα.
Κάθε πρωί που ξυπνούσε, έκανε βόλτα στο δάσος, κυνηγούσε, ψάρευε στο κοντινό ποτάμι και το βράδυ τρύπωνε πάλι στον κορμό και κοιμόταν, ευχαριστημένος που βρήκε την ησυχία του.
Τα ζώα που συναντούσε στο δρόμο, προσπαθούσαν να πιάσουν κουβέντα μαζί του, εκείνος όμως τα απέφευγε, γιατί σκεφτόταν πως τρέχα γύρευε τι θα ζητούσαν στο μέλλον.
Ένα σούρουπο η αλεπού τρέχει του βάζει τρικλοποδιά και του λέει.
«Ε, άκου δω να σου πω κάτι που συμφέρει και στους δυο.
Θα μου δίνεις ότι σου περισσεύει κι εγώ θα σου λέω ότι γίνεται στο δάσος, εσύ ξένος είσαι, θα σου φανώ χρήσιμη»
Ο άνθρωπος θύμωσε, την κυνήγησε και φώναξε.
«Βρε άντε από δω κυρά πονήρω. Εγώ δε θέλω τίποτε από κανέναν».
Το καλοκαίρι πέρασε και ήρθε ο χειμώνας.
Στο δάσος έπεφταν βροχές και κεραυνοί, ο άνθρωπος φοβήθηκε τόσο που όλη μέρα καθόταν μέσα στο δέντρο.
Κρύωνε και πεινούσε αλλά δεν μπορούσε να βοηθήσει τον εαυτό του.
Κάθε μέρα ο άνθρωπος πεινούσε όλο και περισσότερο
Ο σκίουρος που το καλοκαίρι τον έβλεπε να τριγυρνά, αναρωτήθηκε τι να είχε γίνει εκείνος ο άνθρωπος. Έψαξε και τον βρήκε.
«Τι κάνεις εσύ, είσαι καλά;» τον ρώτησε.
«Τι σε νοιάζει και ρωτάς;»
«Έτσι, από αλληλεγγύη, λέει ο σκίουρος. Στο δέντρο ζεις κι εσύ όπως κι εγώ. Αλήθεια, έχεις τίποτε να φας, αν θέλεις, εγώ μπορώ να σου βρω λίγα βαλανίδια».
«Αυτό μου έλειπε! Να δεχτώ τροφή από έναν σκίουρο», απαντάει θυμωμένος ο άνθρωπος, να σε έχω μετά στο κεφάλι μου να μου ζητάς ποιος ξέρει τι. Δεν θέλω τίποτε από κανέναν, θέλω μόνον την ησυχία μου».
Ο σκίουρος έφυγε και τον άφησε στην ησυχία του.
Την επόμενη μέρα, ο άνθρωπος πεινούσε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να σηκωθεί από τη γωνιά του.
Το ζαρκάδι που το καλοκαίρι τον ακολουθούσε μέχρι το ποτάμι, ανησύχησε που δεν τον είδε τόσες μέρες, έψαξε και τον βρήκε.
«Άνθρωπέ μου, του λέει, πού είσαι τόσο καιρό, πώς ζεις, τι κάνεις, βρίσκεις τροφή, θέλεις να σε βοηθήσω;»
«Δεν θέλω τίποτε από κανέναν, θέλω μόνο την ησυχία μου, να δεχτώ από σένα βοήθεια και να την πληρώσω μετά σε χρυσό».
«Μα τι λες; εγώ ήθελα μόνο να βοηθήσω να περάσεις το χειμώνα», κάνει στεναχωρημένο το ζαρκάδι και φεύγει.
Η αλεπού είχε μεγάλη περιέργεια να μάθει τι έγινε. Ψάχνει και τον βρίσκει κουρνιασμένο στον κορμό να τουρτουρίζει από το κρύο και να πεθαίνει από την πείνα.
Στέκεται στο δέντρο και αρχίζει να γελά.
Ο άνθρωπος που κατάλαβε πως αν δεν έτρωγε κάτι θα πέθαινε, αρχίζει να παρακαλάει την αλεπού.
«Κοίτα να δεις, ήρθαν πολλοί να μου δώσουν τροφή αλλά αρνήθηκα. Τώρα όμως που το σκέφτομαι, από σένα θα δεχτώ ευχαρίστως λίγο φαγητό».
«Αυτό να το βγάλεις από το μυαλό σου, εγώ δε δίνω, μόνο παίρνω».
«Σε παρακαλώ, είσαι η τελευταία μου ευκαρία, πρέπει να με βοηθήσεις».
«Εσύ έλεγες πως δεν θέλεις τίποτε από κανέναν. Βγάλτα πέρα μόνος σου τώρα».
«Συγνώμη, έκανα λάθος», λέει ξέπνοα ο άνθρωπος.
«Α, τότε αλλάζει, γέλασε ικανοποιημένη η αλεπού, θα σου κάνω τη χάρη, μόνο αν παραδεχτείς πως χρειάζεσαι ακόμη και μένα που είμαι μια αλεπού κα όλοι λέτε πως είμαι πονηρή».
«Το παραδέχομαι», λέει πιο δυνατά τώρα ο άνθρωπος και έλεγε την αλήθεια..
Η αλεπού έφυγε γελώντας και κανείς δεν ξέρει αν του έδωσε να φάει.
Εξαντλημένος καθώς ήταν, ίσως και να τον πήρε ο ύπνος, ίσως και όχι, είδε πάντως πως στο δέντρο του είχαν μαζευτεί όλα τα ζώα του δάσους φέρνοντάς του πεσκέσια.
Η αλεπού του πρρόσφερε τη γούνα της για να ζεσταθεί και το τσακάλι φρεσκοψημένο κρέας που είχε αρπάξει από την κοντινή στάνη.
Το άνοιγμα του δέντρου που είχε τρυπώσει, τώρα έγινε σπίτι αληθινό, ζεστό και φιλόξενο για τον ίδιο και όλα τα ζώα που έτρεξαν να βοηθήσουν.
Ο άνθρωπος ένιωσε ευτυχισμένος και μέχρι σήμερα κανείς δεν ξέρει να πει αν όλα ήταν ένα όνειρο, ή έτσι έγιναν τα πράγματα.
Αυτό όμως ούτε κι εγώ μπορώ να σας το πω.
 Μπορώ μόνο να ελπίζω πως έτσι έγινε στ’ αλήθεια, γιατί αυτό λεν τα παραμύθια.




Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Oι νεράιδες, το αγόρι και ο Πέτρος...


Αξίζει τον κόπο ν’ ακούσουμε την ιστορία του μικρού Πέτρου.
Θα σας την πω όπως την έζησα εγώ, η Χρυσαφένια και οι δυο μικρότερες αδελφές μου, οι καλές νεράιδες που η μία λέγεται Αστραδένια και η άλλη Ασημένια.
Εμείς οι νεράιδες, ολόκληρο το χρόνο ζούμε στα δάση και στα ποτάμια, όμως αγαπάμε πολύ και τους ανθρώπους. Έτσι όποτε χρειάζεται τρέχουμε να βοηθήσουμε. Βλέπετε, όλοι οι άνθρωποι έχετε την καλή σας νεράιδα.
Η δουλειά αυτή, πιστέψτε με είναι πολύ δύσκολη, γι αυτό χρειαζόμαστε και λίγες διακοπές που συνήθως τυχαίνουν τις μέρες των Χριστουγέννων
Όπως τα φετινά Χριστούγεννα που βρέθηκα με τις αδελφές μου, νύχτα σε μια μεγάλη πόλη στολισμένη και κατάφωτη. 
Οι άνθρωποι έτρεχαν από δω κι από κει φορτωμένοι με πακέτα, από τα σπίτια ακουγόταν μουσική και παντού πλανιόταν ωραίες μυρωδιές.
Σταματήσαμε να ξεκουραστούμε σε μια όμορφη γειτονιά με κατάφωτα παράθυρα, χριστουγεννιάτικα δέντρα στολισμένα με πολύτιμα παιχνίδια και τραπέζια στρωμένα με ψητά και γλυκά. 
Οι άνθρωποι χόρευαν και γελούσαν και παιδιά με ευτυχισμένα πρόσωπα άνοιγαν τα δώρα τους...
Έτσι καθώς χαζεύαμε γύρω-γύρω τα όμορφα σπίτια, πήρε το μάτι μας ένα χαμηλό σπιτάκι στην άκρη της γειτονιάς.
Ήταν το μοναδικό σπίτι που δεν είχε φωτιστεί, έκαιγε μόνο ένα αχνό φως που ίσα-ίσα φώτιζε το τζάμι. Μέσα από το τζάμι ξεχώριζε το κεφαλάκι ενός μικρού παιδιού.
Ήταν χαριτωμένο όπως όλα τα παιδιά, αλλά το πρόσωπό του δεν ήταν χαρούμενο και γελαστό.
Είχε κολλήσει στο τζάμι και κοιτούσε με περιέργεια έξω στο δρόμο.
Αυτό μας έκανε εντύπωση, πλησιάσαμε να δούμε καλύτερα.
«Αδελφές μου, κάτι δεν πάει καλά εδώ με το αγόρι, είπε η Ασημένια, τι λέτε; πετάμε κοντά να μάθουμε τι συμβαίνει;»
«Και βέβαια», είπαμε η Αστραδένια κι εγώ και έτσι έγινε.
«Γεια σου, φώναξε η Ασημένια, γιατί δεν γιορτάζεις εσύ;»
«Δε μπορώ, είπε το αγόρι, μου αρέσει όμως να βλέπω τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, είναι τόσο όμορφη η γειτονιά»
«Και το δικό σου σπίτι όμορφο θα είναι» είπα εγώ.
«Όχι», απάντησε απότομα το αγόρι.
«Γιατί όχι;» ρώτησε η Αστραδένια.
Το μικρό αγόρι μας είπε τότε είπε την ιστορία του.
Είπε όσα δεν είχε πει σε κανέναν μέχρι σήμερα, κανείς δεν τον είχε ρωτήσει. Ούτε η δασκάλα του, ούτε οι συμμαθητές του.
Η ιστορία του αγοριού, δεν ήταν χαρούμενη και μεις δεν θα πούμε σήμερα λυπητερά πράγματα.
Θα σας πω μόνον πως το μικρό αγόρι που δεν ξέρω τ’ όνομά του, αλλά μπορεί να το έλεγαν Γιάννη, Κωνσταντίνο, Γιώργο, Ανδρέα, Βασίλη, Χρήστο, μπορεί και να το έλεγαν Μουσταφά, Σίβα, Ραμόν ή Αντρέγιεφ, φέτος ήταν πολύ στεναχωρημένο.
Στο δικό του το σπίτι δεν είχαν στολίσει για τα Χριστούγεννα. 
Φέτος ο πατέρας δεν ήταν μαζί τους  και στο σπίτι δεν υπήρχαν τα πράγματα που μας κάνουν όλους χαρούμενους κι ευτυχισμένους.

Πάντως, οι τρεις μας τον ακούσαμε με προσοχή και ύστερα είπε η Αστραδένια που είναι η μεγαλύτερη και η πιο σοφή.
«Αδελφές μου, πρέπει να βρούμε τρόπο να κάνουμε το αγόρι χαρούμενο κι ας είμαστε σε διακοπές»
Εμείς συμφωνήσαμε και η Ασημένια που έχει τις πιο καλές ιδέες από τις τρεις μας, είπε.
«Ας διαλέξουμε ένα από τα παιδιά που ζουν στα όμορφα σπίτια. Να, εκείνο το αγόρι που αυτή τη στιγμή τρώει ένα μεγάλο κομμάτι μπακλαβά. Θα περιμένουμε και μόλις πάει για ύπνο, θα μπούμε στο δωμάτιό του».
Περιμέναμε έξω από το παράθυρο και σε λίγο ακούσαμε τη μητέρα του σπιτιού να λέει.
«Πέτρο, ετοιμάσου, είναι ώρα για ύπνο».
«Τώρα είναι και η δικιά μας ώρα», είπε η Αστραδένια.
Μπήκαμε σε ένα όμορφο δωμάτιο. Το αγόρι που ακούσαμε να το φωνάζουν Πέτρο, κοιμόταν βαθιά σε ένα μαλακό ζεστό κρεβάτι. Φαινόταν χορτάτο, χαρούμενο κι ευτυχισμένο.
Καθίσαμε στο κρεβάτι του. Το αγόρι άνοιξε τα μάτια του μας είδε και μας χαμογέλασε.
«Έχεις χορτάσει Πέτρο;» ρώτησε η Αστραδένια.
«Είσαι ζεστός Πέτρο;», ρώτησε η Ασημένια.
«Πήρες τα δώρα σου Πέτρο;» ρώτησα κι εγώ.
«Μα και βέβαια, έχω τα πάντα, είμαι πολύ καλά, μην ανησυχείτε», απάντησε ο Πέτρος.


Τότε, πιαστήκαμε και οι τρεις μαζί, τον ανεβάσαμε στα φτερά μας κι αρχίσαμε να γυρίζουμε όπως γυρνά μια ρόδα.
Αυτή είναι μια ρόδα μαγική και όποιος τρέχει μαζί της, βλέπει τη ζωή του ν’ αλλάζει συνεχώς.
Γίνεται πότε χαρούμενος και πότε λυπημένος, πότε χορταίνει και πότε πεινάει, τη μια στιγμή έχει τους γονείς του και την άλλη τους χάνει. Όλα γίνονται στη στιγμή.
Ο Πέτρος τα έζησε όλα αυτά πάνω στη ρόδα. Όταν η βόλτα τέλειωσε, ρωτήσαμε.
«Κατάλαβες Πέτρο;»
«Κατάλαβα πολύ καλά. Από δω και πέρα θα κάνω ότι πρέπει», είπε ο Πέτρος και τότε τον ακουμπήσαμε στο κρεβάτι του και φύγαμε.


Κόντευε να ξημερώσει κι εμείς έπρεπε να συνεχίσουμε τις διακοπές μας.
Όλη την ημέρα είχαμε στο νου μας το μικρό αγόρι πίσω από το τζάμι και τον Πέτρο.
Περιμέναμε να νυχτώσει και ξαναπετάξαμε στην ίδια όμορφη γειτονιά.
Το μικρό σπίτι απόψε ήταν κι εκείνο στολισμένο, το λυπημένο αγόρι δεν ήταν κολλημένο στο τζάμι, το τραπέζι τους ήταν στρωμένο, η μητέρα και τ’ αδέλφια του φαίνονταν χαρούμενα.
Μαζί τους ήταν και ο Πέτρος με τους γονείς του.


«Κοιταχτήκαμε ευτυχισμένες. Τι άλλο θέλουμε εμείς οι νεράιδες», είπαμε μ’ ένα στόμα και πετάξαμε μακριά.