Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Η τριανταφυλλιά Εκατοφυλλιά







       Κάποιον καιρό πολύ παλιό, σε ένα καταπράσινο λιβάδι φύτρωσε ποιος ξέρει πώς, μια πανέμορφη κόκκινη τριανταφυλλιά. που κάθε τριαντάφυλλο είχε εκατό βελουδένια ροδοπέταλα, γι αυτό την έλεγαν Εκατοφυλλιά.
       Η μοσχοβολιά έφτανε μέχρι την άκρη του λιβαδιού, εκεί που άρχιζε το δάσος.   
       Κάθε που ήταν Άνοιξη και άνθιζαν τα ρόδα, μαζεύονταν κοντά της όλα τα ζώα  για να τη θαυμάσουν και να ρουφήξουν το άρωμά της.
Όλοι της έλεγαν πόσο ήταν όμορφη και η τριανταφυλλιά κουνιόταν και λυγιόταν και δεν άφηνε κανέναν να την αγγίξει παρά μόνο ψήλωνε, δεν έγερνε το σώμα της ούτε για να κοιτάξει στη γη.


       Ένα σούρουπο που τα ζώα πήγαιναν στην κοντινή πηγή να ξεδιψάσουν, το ελάφι ξέκοψε και πήρε κρυφά το δρόμο προς την τριανταφυλλιά. Είχε κάτι να της πει που δεν έπρεπε ν’ ακούσει άλλος.
       Φτάνει κοντά της, κοιτάζει γύρω να σιγουρευτεί πως ήταν μόνοι και της λέει.
«Είσαι πολύ όμορφη αλλά κι εγώ δεν πάω πίσω. Σκέφτηκα πως εμείς οι δυο μπορούμε να κάνουμε ωραίο ζευγάρι. Τι λες;»
«Καλά θα δούμε, απαντά η Εκατοφυλλιά, έλα πάλι την άλλη βδομάδα την ίδια ώρα».
       Το ελάφι έφυγε χοροπηδώντας από χαρά που όπως όλα έδειχναν θα γινόταν το ταίρι της όμορφης.


       Την άλλη μέρα την ίδια ώρα, ένας ωραίος αίλουρος κάνει την ίδια σκέψη και παίρνει κρυφά το δρόμο για την τριανταφυλλιά.
«Νομίζω πως θα ταιριάζαμε πολύ εμείς οι δυο της λέει, δέχεσαι να γίνεις το ταίρι μου;»
«Θα δούμε, απαντά εκείνη, έλα πάλι την άλλη βδομάδα την ίδια ώρα».
Ο αίλουρος εξαφανίστηκε στο δάσος με έναν πήδο γεμάτο χάρη, καθώς όπως έδειχναν τα πράγματα θα γινόταν το ταίρι της Εκατοφυλλιάς.


        Την τρίτη μέρα ένας τρίτος σκέφτηκε να ζητήσει το χέρι της μοναδικής τριανταφυλλιάς.
Ήταν ένα μαύρο γυαλιστερό άγριο άλογο.
Έρχεται δίπλα της καλπάζοντας, την κοιτάζει και της λέει.
«Μου αρέσεις. Μαύρο εγώ, κόκκινη εσύ, θα είμαστε χάρμα οφθαλμών. Ανέβα στη ράχη μου να φύγουμε».
«Καλά, μην είσαι τόσο βιαστικός, έλα πάλι την άλλη βδομάδα την ίδια μέρα και ώρα»
Το άλογο χλιμίντρισε ευχαριστημένο και κάλπασε σαν το βοριά.


         Φαίνεται όμως πως τα ερωτευμένα ζώα δεν είχαν τελειωμό, γιατί την τέταρτη μέρα, μια παρδαλή καμηλοπάρδαλη έκανε το ίδιο πράγμα.
Η τριανταφυλλιά όταν άκουσε την καμηλοπάρδαλη να ζητά το χέρι της, κολακεύτηκε. Την προτιμούσε από τα υπόλοιπα ζώα έτσι ψηλή και καμαρωτή και της έριχνε κλεφτές ματιές κάθε που περνούσε από κοντά της.
Έδωσε όμως την ίδια απάντηση «Έλα να με βρεις την άλλη εβδομάδα την ίδια ώρα».


         Αυτά έγιναν εκείνες τις Ανοιξιάτικες μέρες στο λιβάδι.
Οι ενδιαφερόμενοι όμως δεν ήξεραν πως κάποιος παρακολούθησε ότι έγινε και δεν έγινε, ότι ειπώθηκε και ακούστηκε.
Αυτός ο άλλος ήταν η μικρή πονηρή αλεπουδίτσα που έχωνε παντού τη μύτη της και τίποτε δεν της ξέφευγε. Αφού χίλιοι μύριοι πήγαν και ζήτησαν το χέρι της ωραίας, γιατί να μην το κάνει και η ίδια. Έτσι κι αλλιώς σε όλους έδωσε την ίδια απάντηση.
Η αλεπού όμως ήξερε να περιμένει.
Έπρεπε πρώτα να μάθει από πού κρατούσε η σκούφια της υποψήφιας, γιατί κάτι δεν της φαινόταν σωστό πάνω της.
Είχε παρατηρήσει πως ούτε ένα πετούμενο δεν είχε καθίσει ποτέ στα κλαδιά της. Αυτό δεν είχε συμβεί σε κανένα από τα φυτά του δάσους που τα κλαδιά τους ήταν γεμάτα από φωλιές. 
Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και τρίβοντας τα χέρια της από χαρά, περίμενε να δει τι έμελλε να συμβεί στους ωραίους του δάσους.


         Πρώτο φάνηκε το ελάφι. Η ευτυχία σήμερα το έκανε πιο όμορφο.
Φτάνει κοντά στην κόκκινη τριανταφυλλιά με τα μεγάλα του μάτια να την κοιτούν με αγωνία.
Φανταστείτε τη χαρά του όταν την άκουσε να λέει.
«Δέχομαι να γίνω το ταίρι σου. Έλα να σε φιλήσω»
Η καρδιά του ελαφιού κόντευε να σπάσει.
Σηκώνεται στα δυο του πόδια, η δεσποινίς Εκαταφυλλιά σκύβει και ... ματς, ακουμπά το πρώτο της λουλούδι στο πρόσωπο του ελαφιού σε ένα γλυκό φιλί.
Το ελάφι αισθάνεται το βελούδινο άγγιγμα του ρόδου, κλείνει τα μάτια του ευτυχισμένο και τότε... νιώθει έναν σουβλερό πόνο στο μάγουλό του. 
Κάνει ένα βήμα πίσω και την κοιτάζει ξαφνιασμένο. Τότε πρόσεξε πως ένα σουβλερό αγκάθι ήταν κοντά στο κόκκινο λουλούδι και κατάλαβε. Η χαρά του εξαφανίστηκε.
«Βρε αυτή εδώ είναι επικίνδυνη, λέει μέσα του. Σκέψου κάθε φορά που με φιλάει να μου σκίζει και το πρόσωπο».
«Ξέρεις, μόλις τώρα θυμήθηκα πως έχω πολλές υποχρεώσεις, δεν θα μπορέσω να σε πάρω για ταίρι μου» , και βιαστικά. τρέχει να κρυφτεί στο δάσος, μην το πάρει κανένα μάτι και ρεζιλευτεί.


         Την άλλη μέρα καταφτάνει ο αίλουρος. Έτσι όμορφος που ήταν, είχε μεγάλη σιγουριά πως η τριανταφυλλιά θα δεχόταν την πρότασή του.
Δεν ξαφνιάστηκε λοιπόν όταν την άκουσε να λέει. «Δέχομαι να γίνω ταίρι σου, έλα να σε φιλήσω»
Ακουμπά το κλαδί στο πρόσωπο του αίλουρου και το μυτερό αγκάθι σκίζει τη μύτη του από πάνω μέχρι κάτω.
Ο αίλουρος βγάζει έναν βρυχηθμό έκπληξης και απομακρύνεται χωρίς να πει κουβέντα.


         Την τρίτη μέρα, φάνηκε το άλογο να καλπάζει από μακριά. Το χλιμίντρισμά του ακούστηκε σε όλο το λιβάδι και μια όμορφη φοράδα στεναχωρήθηκε πολύ που δεν της έδωσε σημασία και έτρεξε προς την όμορφη τριανταφυλλιά.
Σηκώνεται στα δυο του πόδια για να φανεί η ομορφιά του και η κοιλιά του ακουμπά στα κλαδιά της.
Τα αγκάθια τρυπώνουν στο σώμα του και το περήφανο άλογο νιώθει πολύ προσβεβλημένο.
Κοοτάζει περιφρονητικά τα όμορφα λουλούδια κουνά το κεφάλι του με νόημα και πλησιάζει την όμορφη φοράδα με την κοιλιά του ματωμένη.


       Ξημέρωσε η τέταρτη μέρα και ξεπροβάλλει καμαρωτή η καμηλοπάρδαλη μέσα από το δάσος. Καθώς ήταν πιο ψηλή από την τριανταφυλλιά, σκύβει να της δώσει το φιλί του αρραβώνα.
Το φαρμακερό αγκάθι τρυπά το μάτι της και η καμηλοπάρδαλη θυμώνει πολύ.
Δεν είναι κακό ζώο αλλά τα σαγόνια του είναι δυνατά, το ίδιο και τα πόδια του.
Περιεργάζεται την Εκατοφυλλιά από πάνω μέχρι κάτω, προσέχει τα μεγάλα αγκάθια που φύτρωναν παντού γύρω από τα ρόδα της και με το θολωμένο της μυαλό αρχίζει να κλωτσάει και να δαγκώνει με δύναμη τα κλαδιά της.


        Την επόμενη μέρα η τριανταφυλλιά, δεσποινίς Εκατοφυλλιά σερνόταν στο έδαφος με σπασμένα τα κλωνάρια και με τα βελουδένια φύλλα της να τα σκορπά ο αγέρας. 
Κανένα από τα ζώα του δάσους δεν μπόρεσε να εξηγήσει τι είχε συμβεί στην όμορφη του λιβαδιού.
Το νέο διαδόθηκε αργότερα από την αλεπού που όμως δεν κατονόμασε τα ζώα, είπε μόνο τα καθέκαστα.


         Έτσι όλοι κατάλαβαν και πιο πολύ από όλους οι παθόντες, πως καλά είναι αυτά που φαίνονται, αλλά δεν είναι όλα όπως φαίνονται.