Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Ένα χελιδόνι τα Χριστούγεννα...


Κάπου στη γη, υπάρχει μια μικρή πόλη που οι κάτοικοί τους αγαπούν πολύ τα έλατα.
Για το λόγο αυτό η πόλη ονομάζεται Ελατούπολη.
Στην άκρη της Ελατούπολης, βρίσκεται από τα πολύ παλιά χρόνια ένα μικρό δάσος με έλατα.
 Οι άνθρωποι της πόλης το αγαπούν και το φροντίζουν τόσο πολύ που το δάσος κάθε χρόνο που περνάει γίνεται όλο και πιο όμορφο.
Κάθε Χριστούγεννα, όλα τα σπίτια της Ελατούπολης στολίζονται με έλατα που παίρνουν από το δάσος, και το λέμε αυτό γιατί τα δικά τους δέντρα έχουν κάτι μοναδικό και ξεχωριστό.
Ενώ τα έλατα όλου του κόσμου πετιούνται μετά τις γιορτές, τα δικά τους, ξαναφυτεύονται και περιμένουν την επόμενη χρονιά για να ξαναστολιστούν.
Και δε φτάνει αυτό, γίνεται και κάτι άλλο πολύ πιο παράξενο στην Ελατούπολη τα Χριστούγεννα. Μαζί με τα έλατα που παίρνουν στα σπίτια τους οι κάτοικοι, έρχονται και όλα τα ζωάκια που ζουν ανάμεσά τους.
Τα Ελατοπουλόπουλα, τα παιδιά της Ελατούπολης δηλαδή, δε στολίζουν το δέντρο τους με πολύχρωμες μπάλες, καμπανούλες και αστεράκια, αλλά… με τα ίδια τα ζωάκια.
Έτσι λοιπόν σε κάθε δέντρο βλέπεις να κάθονται καμαρωτά-καμαρωτά πάνω στα κλαδιά, σκιουράκια, νυφίτσες, λαγοί, ποντικάκια, κουκουβάγιες και άλλα πουλιά.
Επιστήμονες απ’ όλο τον κόσμο έρχονται στην πόλη να ερευνήσουν αυτό το εξαιρετικό φαινόμενο, αλλά μέχρι τώρα δεν έμαθαν τίποτε.
Βλέπετε, υπάρχει ένα μυστικό που το ξέρει μόνο… ένα χελιδόνι και μου το ψιθύρισε μια νύχτα χριστουγεννιάτικη.
Εγώ θα το πω μόνο σε σας που είστε σήμερα εδώ, γιατί είναι και πάλι Χριστούγεννα και ελπίζω… να μην το μάθει άλλος κανείς.

Με τόσα παράξενα λοιπόν, όλοι στο δάσος έχουν να λένε πόσο όμορφα είναι τα δικά τους Χριστούγεννα και το συζητούν ολόκληρο τον υπόλοιπο χρόνο.
 Έτσι το μαθαίνουν και τα πουλιά που έρχονται στο δάσος την Άνοιξη και φεύγουν το Φθινόπωρο. Όπως ας πούμε τα χελιδόνια.
Για να πούμε όμως την αλήθεια, δεν ήταν πάντα έτσι, τα παλιά χρόνια και τα δέντρα της Ελατούπολης στολίζονταν με τον κανονικό τρόπο.
Δείτε πώς έγινε και άλλαξαν τα πράγματα.

Κάποια Άνοιξη, έτυχε να γεννηθεί στο ελατόδασος, ένα χελιδόνι διαφορετικό από τα άλλα.
Με το πρώτο του πέταγμα έβαλε τη χελιδονομαμά σε μεγάλους μπελάδες.
Πετούσε πιο μακριά από τα άλλα και αργούσε να γυρίσει στη φωλιά.
Πετώντας από δω και από κει, κάποια μέρα κάθισε να ξεκουραστεί στο πιο μεγάλο έλατο.
Εκεί άκουσε να συζητούν για όσα γίνονταν κάθε Χριστούγεννα.
Τα Χριστούγεννα, έλεγε το μεγάλο έλατο, είναι η πιο όμορφη εποχή του χρόνου για μας, κι εμείς γινόμαστε τα πιο όμορφα δέντρα του κόσμου.
Να φανταστείτε πως από καταπράσινα γινόμαστε κάτασπρα από το χιόνι που πέφτει πάνω μας. Ύστερα, μας παίρνουν οι άνθρωποι στα σπίτια, μας στολίζουν με χρυσό και ασήμι, διαμάντια και μπριλάντια, τα φώτα λάμπουν γύρω μας και οι άνθρωποι χορεύουν και γίνονται γιορτές μεγάλες και όλοι μας θαυμάζουν.
Να δείτε μόνο πόσα παιχνίδια κρεμούν στα κλαδιά μας. μάγους και νεράιδες, αγιοβασίληδες και ξωτικά, ζωάκια και πουλιά, μαγικά μανιτάρια που παίζουν μουσική, όμορφες κούκλες και φρούτα εξωτικά, τίποτε, τίποτε δεν λείπει από πάνω μας.
Όλα είναι σαν όνειρο.
Μόνο… μόνο που μετά τις γιορτές τα πράγματα αλλάζουν.
Τότε γινόμαστε δυστυχισμένοι, γιατί τα χριστουγεννιάτικα έλατα δεν ξαναγυρίζουν κοντά μας.
Οι άνθρωποι ξαφνικά γίνονται πολύ σκληροί μαζί τους, Τα σπάζουν και τα καίνε στο τζάκι, άλλα πάλι βρίσκονται ξεραμένα, πεταμένα στα σκουπίδια.
Εδώ και χρόνια, ψάχνουμε τρόπο να παίρνουμε πίσω τους φίλους μας.
Παρ’ όλα αυτά, τα Χριατούγεννα είναι οι πιο όμορφες γιορτές.
Όση ώρα το μεγάλο έλατο μιλούσε, το μικρό χελιδόνι άκουγε με προσοχή.
 Έμαθε τόσα καινούργια πράγματα, ούτε που τα φανταζόταν.
Έπρεπε να ζήσει κι εκείνο τα Χριστούγεννα, έτσι όπως τα ζούσαν και τα έλατα.
Πήρε το λόγο και είπε.
«Λοιπόν, ξέρετε κάτι; Αποφάσισα να μείνω εδώ μέχρι τα Χριστούγεννα.
Θέλω να γίνω κι εγώ ένα χριστουγεννιάτικο παιχνίδι, να στολίσω ένα έλατο και όλοι να με θαυμάζουν».
«Αυτό βγάλτο από το μυαλό σου, είπε το έλατο, εσείς τα χελιδόνια δεν μπορείτε να ζήσετε στο κρύο και το χιόνι».
«Δεν μπορεί, κάποιος τρόπος θα υπάρχει, κι εγώ θα τον ανακαλύψω», απάντησε με πείσμα το χελιδόνι.

Η Άνοιξη πέρασε και στις αρχές του Φθινοπώρου που η οικογένεια ετοιμάζονταν για το ταξίδι στα ζεστά μέρη, το μικρό χελιδόνι, ανακοίνωσε πως εκείνο θα έμενε το χειμώνα στο δάσος.
Είπαν και τι δεν είπαν να το πείσουν να φύγει μαζί τους, τίποτε το χελιδόνι.
Έτσι έμεινε μόνο του στο δάσος με τα έλατα.
Ο καιρός άρχισε σιγά-σιγά να κρυώνει. Βροχές και κεραυνοί έπεφταν στο δάσος και το μικρό χελιδόνι  έγινε αδύναμο και δεν μπορούσε να πετάξει.
Το μεγάλο έλατο, έκανε ότι ήταν δυνατόν για να το προστατέψει.
Το σκέπαζε με τα πιο παχιά του κλαδιά, το τάιζε με τον χυμό του, και του έδινε κουράγιο.
«Μη φοβάσαι, του έλεγε, ο καιρός δεν είναι πολύ άσχημος φέτος, κρατήσου μέχρι τα Χριστούγεννα και να δεις που τη νύχτα των Χριστουγέννων, θα γίνει κάποιο θαύμα για σένα».
Και μια μέρα, εκεί που το χελιδόνι είχε σχεδόν παγώσει, το μεγάλο έλατο του φώναξε πως επί τέλους ήταν Χριστούγεννα.
«Απόψε φτάνει η νύχτα των Χριστουγέννων, έχε το νου σου, και μόλις δεις ένα αστέρι να πέφτει, κάνε μια ευχή. Σκέψου τι θέλεις πιο πολύ».
«Αυτό που θέλω πιο πολύ είναι να στολίσω το Χριστουγεννιάτικο δέντρο», είπε με κόπο το χελιδόνι
«Αυτή η ευχή δεν είναι καλή, τα στολίδια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ψεύτικα», είπε ανήσυχο το έλατο.
«Δε με νοιάζει», απάντησε με πείσμα το χελιδόνι.
Σε λίγες ώρες, έπεσε σκοτάδι στο δάσος και το χελιδόνι έκανε μεγάλη προσπάθεια να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά για να δει το αστέρι που θα έπεφτε στη γη.
Περίμενε και περίμενε και κάποια στιγμή, νάτο, ένα μικρό αστεράκι ερχόταν με βιασύνη κατά πάνω στο μεγάλο έλατο.
«Εύχομαι να γίνω χριστουγεννιάτικο στολίδι», φώναξε το χελιδόνι με όσες δυνάμεις του απέμειναν.
Τότε, το αστέρι σταμάτησε να πέφτει και στάθηκε πάνω από το κεφάλι του.
«Μα τι λες, αν γίνει αυτό εσύ θα είσαι ένα ψεύτικο χελιδόνι», είπε το αστέρι.
«Δε με νοιάζει», είπε πάλι το μικρό χελιδόνι.
«Καλά, έκανε στεναχωρημένο το αστέρι, αλλά ζήτα τουλάχιστον και κάτι που από ψεύτικο να γίνει αληθινό, νύχτα Χριστουγέννων είναι, έχω δικαίωμα να κάνω δύο θαύματα»
Τότε το χελιδόνι θυμήθηκε τη στεναχώρια του μεγάλου έλατου όταν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα δεν γύριζαν πίσω στο δάσος και είπε.
«Εύχομαι τα χριστουγεννιάτικα δέντρα να μην ξεραίνονται αλλά να ξαναφυτεύονται».
Μόλις τέλειωσε τη φράση του έγινε ένα όμορφο γαλαζωπό ξύλινο χελιδονάκι και βρέθηκε κρεμασμένο σε ένα όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο που στόλιζε τη σάλα κάποιου από τα σπίτια της Ελατούπολης.
Αυτό το μυστικό μου είπε το χελιδόνι, αυτό το μυστικό σας λέω κι εγώ.
Έτσι έγινε και τα έλατα του ελατόδασους της Ελατούπολης, ξαναγυρίζουν στη θέση τους μετά τα Χριστούγεννα...


Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

To παιδί που βρήκε ένα αστέρι...




Η νύχτα που βρέθηκε ο μικρός Άμπεν στο δάσος, ήταν η πιο παγωμένη νύχτα του χειμώνα.
Tα δέντρα και οι θάμνοι φαίνονται κρυστάλλινα από την παγωνιά.
Το χώμα έχει μια στρώση από άσπρη αφράτο χιόνι.
Όλα είναι τόσο όμορφα που μοιάζουνν μαγικά.
Μα είναι στ’ αλήθεια μαγικά, γιατί αυτή η νύχτα είναι μαγεμένη.
Μοιάζουν έτσι γιατί απόψε είναι νύχτα Χριστουγέννων.
Ο Άμπεν είναι μόνος αυτή τη νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη σε ένα παγωμένο δάσος, κρυώνει και φοβάται.
Κάνει μια βόλτα γύρω από το μεγάλο δέντρο, μήπως και βρει κάπου να τρυπώσει.
Διαλέγει μια γωνιά, και κάθεται να ξεκουραστεί.
Κάποα στιγμή σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τον ουρανό.
Εκεί πάνω είχαν μαζευτεί τόσα πολλά αστέρια που σίγουρα κανείς δεν είχε καταφέρει να τα μετρήσει. Έτσι όπως τα κοίταζε, μαγεμένος από την ομορφιά τους, είπε φωναχτά.
«Αχ τι ωραία να ήμουν στον ουρανό ανάμεσά σας.. Να ήμουν κι εγώ ένα αστέρι».
Δεν πέρασε πολλή ώρα και του φάνηκε πως ένα από αυτά του χαμογέλασε, άκουσε μάλιστα μια φωνή να λέει.
«Μην το λες αυτό. Για σένα είναι καλύτερα που είσαι στη γη».
«Ναι αλλά αν ήμουν αστέρι δεν θα κρύωνα και δεν θα φοβόμουν», λέει το αγόρι με παράπονο.
«Ξέρεις όμως πόσες φορές ευχήθηκα να ήμουν κι εγώ ένα αγόρι;» ακούει την ίδια φωνή.
«Εσύ ξέρεις πως η ζωή εδώ κάτω είναι πολύ δύσκολη, κοίτα εμένα, είναι Χριστούγεννα απόψε κι εγώ είμαι μόνος, χαμένος μέσα στο δάσος», λέει με παράπονο ο Άμπεν.
«Δεν είσαι μόνος πια, φωνάζει το αστέρι. Κοίταξέ μας! Όλα τ’ αστέρια εδώ πάνω είμαστε μαζί σου, σε λίγο δεν θα κρυώνεις και δεν θα φοβάσαι.
Περίμενε και θα δεις!»
Τότε έγινε κάτι απίστευτο. Κάτι που μόνο μια νύχτα χριστουγεννιάτικη μπορεί να συμβεί.
Μερικά από τα μικρά αστέρια που λαμπύριζαν κινήθηκαν δεξιά, κινήθηκαν αριστερά, ώσπου ενώθηκαν μεταξύ τους.
 Έτσι ενωμένα άρχισαν να χαμηλώνουν και να χαμηλώνουν, ώσπου έφτασαν πάνω από το σώμα του Άμπεν, τον σκέπασαν και τυλίχτηκαν γύρω του.
Το αγόρι ένιωσε τη ζεστασιά τους σαν να τον είχε σκεπάσει το πιο απαλό και ζεστό σκέπασμα. Άκουγε τον αέρα γύρω του να σφυρίζει μανιασμένα, αλλά ο ίδιος ήταν ζεστός κάτω από το αστερένιο του πάπλωμα.
«Είσαι εντάξει Άμπεν;», ψιθύρισαν οι φίλοι του και καθώς ψιθύριζαν, ήταν σαν να τον χάιδευαν οι γονείς και η γιαγιά του μαζί.
«Εντάξει είμαι, ευχαριστώ, δεν κρυώνω και δεν φοβάμαι τώρα που είστε μαζί μου»..
«Αλήθεια, πώς βρέθηκες εδώ απόψε;»
«Ουου... είναι μεγάλη ιστορία»
«Ε και λοιπόν, και η νύχτα απόψε μεγάλη θα είναι, πες μας.
 Άλλωστε, η δουλειά των αστεριών αυτή είναι. Να μαθαίνουν τις ανθρώπινες ιστορίες», ψιθύρισαν πάλι όλα μαζί τ’ αστέρια.
«Οι γονείς μου ήρθαν σε τούτα τα μέρη να δουλέψουν κι εγώ πήρα τα μάτια μου να ψάξω να τους βρω», λέει ο Άμπεν με ένα λυγμό.
«Δηλαδή, δεν είσαι από αυτά τα μέρη, από πού έρχεσαι;»
«Ζούσα με τη γιαγιά μου σε μια πόλη μακρινή, δεν θα την έχετε ακουστά».
«Δεν θα την έχουμε ακουστά; Μα τι λες τώρα, εμείς τ’ αστέρια βλέπουμε παντού».
«Αλήθεια, ρωτά με αγωνία ο Άμπεν, τότε, μήπως ξέρετε πού είναι η γιαγιά μου, πριν από ένα μήνα πήγε στον ουρανό»
«Α, μα τότε μην ανησυχείς, έγινε κι αυτή αστέρι. Ίσως μάλιστα είναι ένα από εμάς που σε σκεπάζουμε».
«Αχ, πέστε μου σας παρακαλώ, ποιο από εσάς είναι η γιαγιά μου;»
«Μα αυτό δεν το ξέρουμε ούτε κι εμείς το ξέρουμε. Άλλωστε δεν έχει σημασία, όλοι το ίδιο σ’ αγαπάμε, είπανε τ’ αστέρια.
Και τώρα κοιμήσου, εμείς θα είμαστε εδώ μέχρι να ξημερώσει.
Καλά Χριστούγεννα».
«Καλά Χριστούγεννα», ευχήθηκε ο Άμπεν και έκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος.

Κοιμήθηκε όλη τη νύχτα βαθιά. Όταν ξύπνησε, είδε πως είχε ξημερώσει, κι αυτός βρισκόταν ακουμπισμένος στον κορμό του δέντρου που είχε γείρει το προηγούμενο βράδυ.
Έψαξε με τα χέρια του να βρει το αστερένιο πάπλωμα που την προηγούμενη νύχτα τον είχε σκεπάσει.
Περίεργο, δε βρισκόταν πουθενά εκεί γύρω, αλλά εκείνος αισθανόταν το ίδιο ζεστός, σαν να ήταν ακόμη σκεπασμένος.
Έκανε να σηκωθεί και τότε βλέπει κάτι λαμπερό να πέφτει από το στήθος του και την ίδια στιγμή ακούει μια φωνή.
«Σιγά ντε, με ξύπνησες».

«Μπα τι βλέπω, ξαφνιάζεται ο Άμπεν, εσύ είσαι ένα αστέρι».
«Και βέβαια είμαι ένα αστέρι, μαζί δεν μιλούσαμε χθες βράδυ, ξέχασες;»
«Τι, στ’ αλήθεια έγιναν όλα, δεν ήταν όνειρο;», απορεί το αγόρι.
«Δεν ξέρω τι λες, οι αλήθειες και τα όνειρα είναι όλα ένα»
«Τότε, πού είναι το αστερένιο μου πάπλωμα;»
«Α, τώρα κατάλαβα, λέει το αστέρι να σου εξηγήσω λοιπόν.
Μόλις χάραξε, οι φίλοι μου έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Βλέπεις τ’ αστέρια είναι χρήσιμα μόνο τη νύχτα, την ημέρα δεν κάνουν την ίδια δουλειά».
«Κι εσύ τι κάνεις εδώ;»
«Εγώ ήθελα να μείνω στη γη, θέλω να σε βοηθήσω να βρεις τους γονείς σου.
Έτσι κι αλλιώς, υπάρχουν μερικά αστέρια που δε ζουν στον ουρανό, βρίσκουν έναν άνθρωπο και ζουν μαζί του.
 Εγώ πάντα προτιμούσα να είμαι αγόρι, παρά αστέρι. Από δω και πέρα θα με κουβαλάς μαζί σου».

Ο Άμπεν κοίταξε γύρω του.
Το δάσος είναι το ίδιο παγωμένο, τα δέντρα και οι θάμνοι μοιάζουν κρυστάλλινα, όπως και τη νύχτα που πέρασε.
Ο ίδιος όμως νιώθει διαφορετικά. Δε φοβάται δεν κρυώνει, δεν είναι δυστυχισμένος.
Πέρασε μια μοναδική Χριστουγεννιάτικη νύχτα.
Είναι ίσως το μοναδικό αγόρι που το είχε σκεπάσει ένα αστερένιο πάπλωμα., ίσως πάλι αυτό να έχει συμβεί σε πολλά παιδιά
Για ένα είναι σίγουρος. Τώρα που βρήκε ένα αστέρι, όλα θα πάνε καλά.
 Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς.
«Τις χριστουγεννιάτικες νύχτες να έχεις τα μάτια σου στον ουρανό και τότε μπορεί να βρεις κι εσύ το δικό σου αστέρι».
«Καλά Χριστούγεννα», φώναξε δυνατά ο Άμπεν και ακούστηκε σε όλο το δάσος.
«Καλά Χριστούγεννα», αντιλάλησαν τα κρυσταλλένια δέντρα.
«Καλά Χριστούγεννα», ευχήθηκε και το μικρό αστέρι και τρύπωσε στον κόρφο του.



Το παραμύθι αφιερώνεται στο καλό μου "θολό τοπίο με ξεκάθαρη ματιά"... με την ευχή να βρει το δικό της αστέρι

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Μια Χριστουγεννιάτικη νύχτα ήταν δυο χιονονιφάδες...




Στο ροζ σπιτάκι της γωνίας στη γειτονιά μου, ζει ένα ξανθό κοριτσάκι με το παράξενο όνομα Δροσοσταλίτσα.
Η Δροσοσταλίτσα αν και είναι υπναρού, απόψε ξύπνησε μέσα στη νύχτα.
Κοίταξε από το παράθυρο έξω στο δρόμο όπου όλα τα σπίτια της γειτονιάς έλαμπαν από τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια που αναβόσβηναν στις βεράντες και τα παράθυρα.
Στις στέγες, στα κάγκελα και στα δέντρα του δρόμου είχε καθίσει το χιόνι που έπεφτε πυκνό από το πρωί. 
Οι νιφάδες του χιονιού χόρευαν τρελά καθώς ταξίδευαν από τον ουρανό στη γη, φλυαρούσαν μεταξύ τους και βιάζονταν να πουν η μια στην άλλη τα νέα που είχαν δει ή είχαν ακούσει.
Η Δροσοσταλίτσα κόλλησε το πρόσωπο στο τζάμι, δεν χόρταινε να παρακολουθεί μαγεμένη πότε τα λαμπιόνια και πότε τις νιφάδες. Η γειτονιά φάνταζε παραμυθένια.
Απόψε είναι Χριστούγεννα και όπως όλα τα παιδιά, έτσι κι εκείνη ανυπομονεί να ξημερώσει, να μαζευτούν όλοι γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, να πουν τα χρόνια τους πολλά και να δοκιμάσουν το γιορτινό τραπέζι.
Καθώς σκεφτόταν αυτά, πρόσεξε πως έξω από το παράθυρο γινόταν κάτι παράξενο.
Μικρές νιφάδες, του χιονιού, είχαν ακουμπήσει στο περβάζι κοντά της.
Ήταν τόσο όμορφες, διάφανες, απαλές και λαμπερές!
Πόσο ήθελε να τις χαϊδέψει!
Άνοιξε σιγά-σιγά το παράθυρο, αλλά πριν προλάβει ν’ απλώσει το χέρι της, άκουσε μια φωνή.
Μη σας φανεί παράξενο, αλλά δυο χιονονιφάδες είχαν στήσει κουβέντα.
Η Δροσοσταλίτσα πάγωσε. Δεν της είχε πει κανείς πως μιλούν και οι νιφάδες του χιονιού.
«Αχ περάσαμε πολύ όμορφα απόψε», είπε η πρώτη.
«Αχ ναι, είμαστε πολύ τυχερές που ταξιδέψαμε μια νύχτα σαν κι αυτή», είπε η δεύτερη.
«Είχα ακούσει πως το καλύτερο ταξίδι γίνεται τη νύχτα των Χριστουγέννων», είπε πάλι η πρώτη.
«Έτσι είναι, αλήθεια», είπε και η δεύτερη.
«Αχ, και τι δεν είδαμε από την ώρα που σουρούπωσε, πόσο ήθελα να τα διηγηθώ στις αδελφές μου».
«Τι υπέροχος ουρανός! Τι λες, ξαναγυρίζουμε επάνω; Θα μπορούσαμε να κάνουμε το ταξίδι για δεύτερη φορά».
«Μα τι λες, αυτό δεν γίνεται, ξέρεις ότι εμείς οι νιφάδες έχουμε τη σειρά μας. Τώρα ταξιδεύουν οι φίλες μας».
«Ναι, το ξέρω, λέει η άλλη νιφάδα στεναχωρημένη, δεν είναι όμως κρίμα; Ήθελα να ταξιδεύω συνέχεια».
«Δεν είμαι σίγουρη αν είναι καλό αυτό και τα πιο όμορφα πράγματα κουράζουν όταν τα κάνει κανείς συνέχεια».
«Χμ… δεν έχεις άδικο, τώρα όμως που το σκέφτομαι, θα μπορούσε να γίνει με διαφορετικό τρόπο», λέει η άλλη νιφάδα πονηρά.
«Ουφ, αυτό το πείσμα σου, τη μάλωσε η φίλη της. άλλωστε τώρα δεν μπορώ, είμαι κουρασμένη.
Ας περιμένουμε την αυριανή νύχτα και βλέπουμε».
«Να περιμένουμε, ρωτά η δεύτερη νιφάδα ανήσυχη, και αν;…»
«Και αν; Θέλεις να πεις, αν λιώσουμε;»
«Όχι, όχι μην το λες αυτό, δεν θέλω να λιώσω, φαντάζεσαι από νιφάδα να γίνω νερό;»
«Ε και; Εδώ γίνεται νερό κοτζάμ χιονάνθρωπος».
«Ω μα είσαι πολύ σκληρή απόψε»
Η Δροσοσταλίτσα που παρακολουθεί τόσην ώρα την κουβέντα, νομίζει πως βλέπει όνειρο.
Τι γίνεται απόψε, Μήπως είναι μια νύχτα μαγική;
Έπρεπε να μάθει.
Ανοίγει το παράθυρο όσο μπορούσε πιο σιγά, με σκοπό ν’αρπάξει τις δυο νιφάδες.
Τότε όμως βλέπει πως δεν μπορεί να τις ξεχωρίσει, γιατί πάνω στο περβάζι υπάρχει ένας σωρός από χιόνι.
Εκεί που δεν ήξερε τι να κάνει, ακούει πάλι μια φωνή.
«Ε, μικρό κοριτσάκι, τι ψάχνεις;»
Η Δροσοσταλίτσα ξαφνιάστηκε αλλά θαρραλέα καθώς είναι, αποφάσισε να μιλήσει.
«Ψάχνω τις χιονονιφάδες που άκουσα να μιλούν. Είμαι σίγουρη πως τις άκουσα», λέει δυνατά.
«Μας άκουσες να μιλάμε; Άλλο και τούτο, αυτό πάλι πρώτη φορά τυχαίνει», λέει η πρώτη νιφάδα.
«Αυτό δεν το ξέρεις, λέει η δεύτερη, όταν ξεκινήσαμε για το ταξίδι, μας είπαν πως τη νύχτα των Χριστουγέννων γίνονται θαύματα».
«Θαύματα;»  ρωτά η Δροσοσταλίτσα θαμπωμένη.
«Βέβαια, πρώτη φορά το ακούς, νάξερες τι είδαμε εμείς αυτή τη νύχτα!» λένε και οι δυο νιφάδες μαζί.
«Τι είδατε, πέστε μου», κάνει το κορίτσι ανυπόμονα.
«Αχ, λέει η πρώτη νιφάδα, σε ποιον να το πούμε και να μας πιστέψει, είδαμε ένα μεγάλο αστέρι με ουρά που βιαζόταν να φτάσει στη γη. Ήθελε λέει, να βοηθήσει κάποιο παιδί που είναι μόνο του απόψε».
«Ύστερα, λέει και η δεύτερη είδαμε έναν καλό παππούλη να περπατά στα σύννεφα, μας χαιρέτησε και μάθαμε πως ήταν ο Αη-Βασίλης. Από κει πάνω, φροντίζει τους ανθρώπους.
Μας παρακάλεσε μάλιστα να έχουμε το νου μας μήπως και κάποιο παιδί μείνει κατά λάθος παραπονεμένο.
Είδαμε αγγέλους να ψάλλουν και να προσεύχονται για αγάπη και ειρήνη»
«Μετά είδαμε νεράιδες να χορεύουν παρέα με τα άστρα. Μάθαμε πως θα κατέβαιναν κι εκείνες στη γη απόψε. Έπρεπε να προλάβουν να κάνουν πραγματικότητα τα όνειρα των ανθρώπων».
«Τι μου λέτε, ψιθύρισε η Δροσοσταλίτσα, υπάρχουν τέτοιες νεράιδες;»
«Και βέβαια υπάρχουν, αλλά πρέπει οι άνθρωποι να κάνουν πρώτα μια ευχή. Οι ευχές γίνονται αληθινές μια νύχτα σαν κι αυτή»
«Εγώ δεν ευχήθηκα τίποτε όμως», είπε το κορίτσι λυπημένο.
«Να κάνεις τώρα μια ευχή, προλαβαίνεις, οι νεράιδες είναι ακόμη στον ουρανό, απαντούν και οι δυο νιφάδες μαζί, είναι κάτι που το θέλεις πολύ;»
«Κάτι που θέλω πάρα πολύ, είναι να γίνει καλά ο φίλος μου ο Γιαννάκης που είναι άρρωστος και να είναι αύριο μαζί μας στο τραπέζι», φωνάζει με μια ανάσα η Δροσοσταλίτσα.
«Να είσαι σίγουρη πως έτσι θα γίνει», λένε με ένα στόμα οι νιφάδες.
«Και μετά, τι άλλο είδατε;» ρωτά το κορίτσι ανυπόμονα.
«Συναντήσαμε τα ξωτικά που δουλεύουν στα βάθη τ’ ουρανού για να είναι οι άνθρωποι ευτυχισμένοι. Στο δικό τους εργοστάσιο φροντίζουν τα δάση και τα λιβάδια, τις θάλασσες και τα ποτάμια. Μόνο που σ’ αυτή τη δουλειά πρέπει να βοηθούν και οι άνθρωποι».
«Ω, μα είστε πολύ τυχερές, μπορώ κι εγώ να τα δω όλα αυτά;»
«Μα είναι σαν να τα βλέπεις, αφού σου τα λέμε εμείς οι ίδιες».
«Πού είστε όμως, δεν μπορώ να σας ξεχωρίσω»
«Δεν χρειάζεται, πήρε την απάντηση, έτσι κι αλλιώς, όλες ίδιες είμαστε».
«Και τώρα τι θα κάνετε, πού θα πάτε; Αν θέλετε ελάτε αύριο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι», τις καλεί η Δροσοσταλίτσα.
«Αυτό δεν γίνεται, αλλά μπορεί να μείνουμε λίγο ακόμη εδώ, στο περβάζι».
«Τότε, θα με περιμένετε αύριο το βράδυ να ξαναμιλήσουμε;»
"Ούτε αυτό γίνεται, απαντούν οι νιφάδες. Θαύματα γίνονται μόνο τη νύχτα των Χριστουγέννων.
Άντε καληνύχτα τώρα και καλά Χριστούγεννα.
Του χρόνου, ίσως καθίσουν στο παράθυρό σου κάποιες άλλες νιφάδες σαν εμάς.
Εσύ, το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να εύχεσαι να γίνεται πάντα κάτι καλό".

Το παραμύθι αφιερώνεται στη Drosostalitsa που περιμένει χιονισμένα Χριστούγεννα...


Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Ο Φαταούλας και ο Νηστικός


Μια φορά κι έναν καιρό, κάποτε και τώρα, ζούσαν στο ίδιο χωριό δίπλα - δίπλα δυο άνθρωποι ίδιοι αλλά και διαφορετικοί.
Ήταν ίδιοι γιατί όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται τα ίδια για να ζήσουν και ήταν διαφορετικοί γιατί ο ένας έτρωγε πολύ και ήταν χοντρός ενώ ο άλλος δεν είχε να φάει και ήταν αδύνατος.
Τον χοντρό άνθρωπο τον έλεγαν Φαταούλα και τον αδύνατο Νηστικό.
Ο Φαταούλας κάθε πρωί που ξυπνούσε, έστρωνε τραπέζι και έτρωγε μέχρι που του κοβόταν η ανάσα. Μόλις απότρωγε, πήγαινε για ψώνια γυρνούσε στο σπίτι, ξαναέστρωνε τραπέζι και το έριχνε πάλι στο φαγοπότι.
Με λίγα λόγια ο Φαταούλας όλη μέρα έκανε δυο δουλειές, έτρωγε και γέμιζε τ' αμπάρια του.
Ο Νηστικός κάθε πρωί που ξυπνούσε  δεν εύρισκε τίποτε να φάει, πήγαινε στα σκουπίδια του Φαταούλα μήπως και βρει τίποτε αποφάγια. Αν ήταν τυχερός, γυρνούσε σπίτι του και λάδωνε τ’ άντερό του προσωρινά. Αν η τύχη δεν τον βοηθούσε έπεφτε στο κρεβάτι και περίμενε να περάσει η μέρα γιατί τα πόδια του δεν τον κρατούσαν.
Ο καιρός περνούσε, ο Φαταούλας όλο χόντραινε και ο Νηστικός όλο και αδυνάτιζε, γιατί τελευταία τα σκουπίδια του Φαταούλα ήταν αδειανά από φαγώσιμα.
Ο Νηστικός δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε όλα εκείνα τα αποφάγια, αφού έβλεπε πως τα περισσεύματα έφταναν να χορτάσουν πλήθος σαν εκείνον.

Και μια φορά που ο Νηστικός είχε μέρες να βάλει μπουκιά στο στόμα του, πήγε απελπισμένος στο σπίτι του Φαταούλα να ζητιανέψει ένα πιάτο φαγητό από τα αποφάγια του.
«Γείτονα, του είπε, όπως βλέπεις εμένα ο θεός δεν με βοήθησε να έχω τα δικά σου καλούδια. Εσύ πήρες το καλύτερο κομμάτι της γειτονιάς και μένα μου έλαχε το ξεροβούνι. Δεν φυτρώνει ούτε τσουκνίδα και η μόνη μου ελπίδα για να μην πεθάνω της πείνας είσαι εσύ. Βλέπω ότι κάθε μέρα σου περισσεύουν τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ, θα μπορούσες να με αφήνεις να τρώω από τα περισσεύματα».
Ο Φαταούλας τον κοίταξε από πάνω ως κάτω, γέλασε κοροϊδευτικά και είπε με ψεύτικη συμπόνοια.
«Αχ άνθρωπέ μου, πού τα είδες τα περισσεύματα, να ήξερες πόσο δύσκολα περνάω κι εγώ.
Τι νομίζεις πως δεν θέλω να σε βοηθήσω; Ορίστε, σου επιτρέπω να έρχεσαι όποτε θες να ψάχνεις τα σκουπίδια μου και ότι βρίσκεις να το παίρνεις.
Άντε στο καλό και ο θεός να σε βοηθήσει».
Σαν πήγε σπίτι του ο Νηστικός έπεσε σε βαθιά σκέψη.
«Βρε καλός άνθρωπος φαίνεται. Λες να είναι τα πράματα όπως τα λέει; Αλλά πάλι, τι το χρειάζεται τόσο φαί και τα σκουπίδια του, πώς και δεν βρίσκω τίποτε εκεί μέσα αυτό τον καιρό;
Μπα, κάτι δεν μου φαίνεται σωστό αλλά ας περιμένω λίγο να δω τι γίνεται».

Την άλλη μέρα εκεί που έψαχνε γύρω μήπως και φύτρωσε καμιά ρίζα στην αυλή του, βλέπει τον Φαταούλα να κάθεται στο τραπέζι και να τρώει τον περίδρομο.
«Αχά, λέει, σήμερα κάτι θα ξετρυπώσω δεν μπορεί, τόσο ψητό έχει περιδρομιάσει, τι θα τα κάνει τα κόκαλα; Ας περιμένω να αποσώσει και θα πάω να ψάξω».
Κάθεται στο χώμα και περιμένει τον γείτονα να σηκωθεί από το φαγοπότι..
Μετά από ώρα τον βλέπε να μαζεύει τ’ αποφάγια σε μια γαβάθα και να καθαρίζει το τραπέζι.
«Υπομονή, σκέφτεται, σε λίγο θα χορτάσω κι εγώ».

Κι εκεί που καθόταν κάνονταας υπομονή, τον βλέπει αντί να περπατά προς τα σκουπίδια, τι κάνει λέτε; Πάει στην άκρη της αυλής του, ανοίγει έναν βαθύ λάκκο και πετά εκεί μέσα τα φαγητά του!
Του Νηστικού του ήρθε μιά ζάλη από την κατάπληξη. Με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει σηκώνεται και φωνάζει.
«Τι κάνεις εκεί βρε άθλιε Φαταούλα; Δεν σου είπα πως αν δεν φάω κάτι είναι τα τελευταία μου;»
«Τι να σου κάνω κι εγώ άνθρωπέ μου, τα σκουπίδια μου έχουν γεμίσει, θα με φαν οι μύγες αν δεν τα θάψω».
«Βρε πεθαίνω σου λέω, κρίμα να τα θάψεις, καλύτερα είναι να τα φάει το χώμα;
Σβήνω από ώρα σε ώρα»
«Στ’ αλήθεια πεθαίνεις; ρωτάει ο Φαταούλας με ενδιαφέρον. Κοίτα, πριν πεθάνεις άσε μου το σπίτι.
Τι στο καλό γείτονες είμαστε, γιατί να το πάρει ξένος άνθρωπος!»
Ο Νηστικός σαν είδε πως δεν γινόταν τίποτε, έπεσε ανάσκελα, έκλεισε τα μάτια μη δει τουλάχιστον το Χάρο που γυρόφερνε.
Πέρασε το μεσημέρι, πέρασε το απόγευμα και λίγο πριν σβήσει, μια φασαρία τον έκανε να αργοανοίξει τα μάτια
Μέσα στη θολούρα του είδε στο διπλανό σπίτι τέσσερις να βγάζουν τον Φαταούλα σηκωτό, να τον φορτώνουν στο κάρο του νεκροθάφτη, και πρόλαβε ν’ ακούσει κάποιον να λέει
«Θεός σχωρέστον κι αυτόν. Έσκασε από το πολύ φαί».
Και ο Νηστικός ξεψύχησε!






Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Ο άνθρωπος που ήθελε να πάει στο Παράδεισο




Τα παλιά τα χρόνια ζούσε στη χώρα μου ένας άνθρωπος που διέφερε λίγο από τους άλλους.
Από μικρό παιδί είχε βάλει έναν σκοπό στη ζωή του.
Να πάει στον Παράδεισο!
Σα μεγάλωσε, ένα πρωί χαιρετάει μάνα, πατέρα και αδέλφια και φεύγει από το σπίτι.
Περπάτησε, περπάτησε με ήλιο και βροχή, σε κάθε χωριό που βρίσκονταν στο δρόμο του σταματούσε και ρωτούσε.
“Ξέρει κανείς το δρόμο που πάει στον Παράδεισο;”
”Στρίψε αριστερά του έλεγε ο ένας, στρίψε δυο φορές δεξιά και θα πέσεις πάνω του, έλεγε ο δεύτερος.
Ρώτησε πολλούς και έκανε ότι του έλεγε ο καθένας, αλλά παράδεισο δεν εύρισκε.
Πέρασαν μήνες και μήνες, πέρασαν χρόνια και κάποια μέρα σκέφτηκε να πάει να συναντήσει τους σοφούς δασκάλους που ζούσαν στην πρωτεύουσα.
Οι σοφοί όμως ήταν πολλοί και ο άνθρωπος αποφάσισε να τους πάρει με τη σειρά, ξεκινώντας από τον μικρότερο.
“Για να βρεις το δρόμο προς Παράδεισο, του λέει εκείνος, πρέπει πρώτα να βοηθήσεις πολλούς φτωχούς”.
“Μα εγώ δεν είμαι πλούσιος”, κάνει ο άνθρωπος.
“Εγώ αυτό ξέρω, αυτό σου λέω”.
Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, πάει στο δεύτερο.
“Για να πας στον Παράδεισο πρέπει πρώτα ν’ αγαπήσεις τον κόσμο”, λέει κι εκείνος.
“Τους αγαπάω και Παράδεισο δεν βρίσκω”.
“Εγώ αυτό ξέρω, αυτό σου λέω”.
Δεν βγάζει νόημα και πάει στον τρίτο.
“Α, δεν είναι εύκολο, για να πας στον Παράδεισο πρέπει πρώτα να περάσεις από σαράντα κύματα”.
“Πού να βρω θάλασσα σοφέ μου, μόνο έρημος υπάρχει”.
Για να μην τα πολυλογούμε, άκρη δε βρίσκει και φτάνει στον τελευταίο, τον μεγαλύτερο και τον σοφότερο από τους σοφούς.
“Μόνον εσύ μου απόμεινες, από μικρό παιδί ένα όνειρο έχω, θέλω να πάω στον Παράδεισο, κίνησα από μακριά, χρόνια ταξιδεύω, κουράστηκα. Δείξε μου το δρόμο”.
“Γιατί τόσος κόπος, του λέει ο γερο –σοφός, υπάρχουν αμέτρητοι δρόμοι που οδηγούν στον Παράδεισο.
Τόσοι, όσοι και οι άνθρωποι.
Εσύ, πριν φύγεις από το σπίτι σου, έψαξες καλά; Το μονοπάτι που ξεκινά από την αυλή σου και οδηγεί στην οικογένειά σου το έχεις δει;



Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Σ' αγαπώ το ξέρεις;


               Ο Αχιλλέας είναι πολύ χαρούμενος, γιατί θα μείνει με τη γιαγιά του λίγες ημέρες στο χωριό. Περνάει πολύ όμορφα μαζί της. Η γιαγιά τον αγαπάει και τον αφήνει να παίζει όσο θέλει στη μεγάλη αυλή.
               Η γιαγιά είναι ήδη έτοιμη και ο Αχιλλέας από τη βιασύνη του ξεχνάει να χαιρετήσει τη μαμά, τον μπαμπά και το μικρό του αδελφάκι.
            -Αχιλλέα, ακούει τη μητέρα να φωνάζει, έλα να σε φιλήσω και να θυμάσαι, σ' αγαπώ πολύ.
Το ίδιο κάνει και ο πατέρας.
            -Αχιλλέα, να προσέχεις και να θυμάσαι ότι σ' αγαπώ πολύ. Πήγαινε τώρα να χαιρετήσεις και το μωρό μας.
             Ο Αχιλλέας βαριεστημένος φωνάζει από την πόρτα.
            -Άντε γεια.
              Επί τέλους, φτάνουν στο χωριό και το αγόρι ξεχύνεται στην αυλή τρέχοντας από δω κι από κει. Κλωτσάει ότι βρίσκει μπροστά του, τις πέτρες, το χώμα, το γρασίδι. Κάποια στιγμή γλιστρά και πέφτει στο έδαφος. Καθώς σηκώνει το κεφάλι του βλέπει να τον κοιτάζουν δυο στρογγυλά ματάκια.           
             Ο Αχιλλέας έκπληκτος, ρωτά..
            -Τι είσαι εσύ; Άσχημος μου φαίνεσαι.
            -Αχ, τι κρίμα! Άλλο περίμενα να μου πεις, ακούει μια ψιλή φωνή. Αλλά αφού με ρωτάς θα σου απαντήσω. Μοιάζω με βατράχι αλλά δεν είμαι βατράχι. Άντε γεια!
Και αυτό που έμοιαζε αλλά δεν ήταν βατράχι, εξαφανίστηκε πίσω από έναν θάμνο.
             Ο Αχιλλέας δεν καταλαβαίνει τίποτε και συνεχίζει να τρέχει.
             Όμως πάλι κάπου σκοντάφτει και ξαναπέφτει στο έδαφος.
             Καθώς προσπαθεί να σηκωθεί, βλέπει απέναντί του να τον κοιτάζει ένα μικρό κεφαλάκι.                  
             Τώρα ανοίγει διάπλατα τα μάτια του από την έκπληξη.
            -Τι είσαι εσύ; ρωτά με περιέργεια. Παράξενος μου φαίνεσαι.
            -Αχ τι κρίμα! Άλλο περίμενα να μου πεις, ακούγεται μια ψιλή φωνή. Αλλά αφού με ρωτάς θα σου πω. Μοιάζω με χελώνα αλλά δεν είμαι χελώνα. Άντε γεια!
              Η χελώνα που έμοιαζε αλλά δεν ήταν χελώνα, εξαφανίστηκε πίσω από τη μεγάλη ελιά.
              Ο Αχιλλέας πάλι δεν καταλαβαίνει. Τινάζει το χώμα από τα ρούχα του και αρχίζει να τρέχει προς το κοτέτσι. Φαίνεται όμως πως είχε κουραστεί από το ταξίδι, γιατί πέφτει για τρίτη φορά.
Καθώς κάνει να σηκωθεί, βλέπει πολύ κοντά στο δικό του πρόσωπο μια μαύρη αγκαθωτή μπάλα να κουνιέται πίσω μπρος. Τέτοια μπάλα δεν είχε στα παιχνίδια του. Απλώνει το χέρι να την πιάσει αλλά τον προλαβαίνει μια σιγανή φωνή.
             -Μη με αγγίζεις, δεν είμαι αυτό που νομίζεις.
             -Τι είσαι δηλαδή; ρωτά ο Αχιλλέας. Πάντως είσαι ένα άσχημο πράγμα.
              -Αχ, τι κρίμα. Δεν είπες αυτό που ήθελα ν’ ακούσω. Αλλά αφού με ρωτάς θα σου πω. Μοιάζω με σκαντζόχοιρο, αλλά δεν είμαι σκαντζόχοιρος. Άντε γεια!
                Ο σκαντζόχοιρος που έμοιαζε αλλά δεν ήταν, ξεδιπλώθηκε και περπάτησε μέχρι τη μεγάλη κληματαριά.
                Ο Αχιλλέας μένει για λίγο ακίνητος. Τώρα καταλαβαίνει πως κάτι περίεργο συμβαίνει στο σπίτι της γιαγιάς. Το σκέφτεται λίγο, δεν βγάζει άκρη και πάει να ξαπλώσει. Η γιαγιά μόλις τον βλέπει κατακόκκινο από το τρέξιμο τον αγκαλιάζει και του λέει.
              -Χαίρομαι να σε βλέπω χαρούμενο. Σ' αγαπώ πολύ!
                Ο φίλος μας εκείνο το βράδυ άργησε να κοιμηθεί. Ήθελε ν' ανακαλύψει τι ήταν αυτό το άλλο που περίμεναν ν’ ακούσουν τα τρία μικρά ζωάκια. Δεν μπόρεσε όμως να δώσει απάντηση και από την πολλή σκέψη τον πήρε ο ύπνος

                Το άλλο πρωί o Αχιλλέας νωρίς-νωρίς βγήκε στην αυλή. Σήμερα δεν τρέχει.
Πάει περπατώντας μέχρι το μέρος που συνάντησε τα ζωάκια που έμοιαζαν αλλά δεν ήταν βατράχι, χελώνα και σκαντζόχοιρος.
Περιμένει, περιμένει, ψάχνει ξαναψάχνει, κανένας πουθενά
Απογοητεύεται και σκέφτεται πως σίγουρα όλα τα χθεσινά τα ονειρεύτηκε.                       
                Κρίμα! Θα του άρεσε να ήταν αλήθεια. Άλλωστε είναι πολύ περίεργος να μάθει τι περίμεναν ν’ ακούσουν από αυτόν τα μικρά ζωάκια.
                Για να ξεχάσει τη στεναχώρια του, πάει και κάθεται κάτω από μια μεγάλη ελιά.
Ο ουρανός είναι καταγάλανος, ο καιρός ζεστός και τα πουλιά τραγουδούν τα δικά τους τραγούδια. Ανάμεσα στο κελάηδημα των πουλιών, ένας τζίτζικας σφυρίζει και αυτός το δικό του τραγούδι.
               «Είναι πολύ όμορφα εδώ», σκέφτεται ο Αχιλλέας και κλείνει τα μάτια.
Ξαφνικά, λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, κάτι παίρνει το αυτί του. Ανάμεσα στα τιτιβίσματα ακούγονται λέξεις ανθρώπινες. Δεν είναι σίγουρος αν τραγουδά ο τζίτζικας ή κάποιο πουλί, καταλαβαίνει όμως πολύ καλά τα λόγια του.


                           Να λες τη μαγική τη λέξη, να τη λες, να τη λες
                           Βρες τη μαγική τη λέξη που θα λες, θα ξαναλές
                           Το βατράχι κι η χελώνα δε ζητούν πολλά
                           Να την πεις τη μαγική τη λέξη και θα είναι μια χαρά.


                           Ο σκαντζόχοιρος επίσης, εσύ άσχημο τον λες

                           Μα η μαγική η λέξη που θα λες, θα ξαναλές
                           Θα τον κάνει να αλλάξει και να γίνει πιο γλυκός
                           Και θα λες όταν τον βλέπεις, τι ωραίος είν’ αυτός!


                           Βρες τη μαγική τη λέξη, κι αν δεν ξέρεις θα σου πω
                           Σ’ αγαπώ είναι η λέξη, Σ’ αγαπώ, Σε αγαπώ!

               Το τραγούδι σταματάει. Ο Αχιλλέας χωρίς να το καταλάβει αρχίζει να τραγουδάει το ίδιο τραγούδι.
Έτσι τραγουδώντας, γυρνά πίσω και σταματά στη μεγάλη κληματαριά που είχε τρυπώσει ο σκαντζόχοιρος.
Μόλις το τραγούδι τελειώνει λέει σιγανά.
                 -Σ’ αγαπώ το ξέρεις; Είσαι ή δεν είσαι σκαντζόχοιρος, είσαι ή δεν είσαι μπάλα αγκαθωτή, ότι και να είσαι εγώ σε αγαπώ!
                  Τότε έγινε ένα θαύμα! Ο σκαντζόχοιρος βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του χοροπηδώντας από χαρά. Είναι πολύ χαριτωμένος και τα αγκάθια δεν φαινόταν σχεδόν καθόλου.
                 -Σ’ ευχαριστώ μικρό αγόρι που είπες ότι με αγαπάς. Με τη λέξη αυτή ελευθερώθηκα! Τώρα όχι μόνο μοιάζω, αλλά είμαι σκαντζόχοιρος! Αχ, τι όμορφα νιώθω που είμαι σκαντζόχοιρος! Είμαι ευτυχισμένος!
                 -Μα χθες μου είπες ότι δεν είσαι, διαμαρτύρεται ο Αχιλλέας.
                 -Σου το είπα γιατί ντρεπόμουν. Κανείς δεν συμπαθεί έναν σκαντζόχοιρο. Και ύστερα μέχρι χθες κανείς δεν είπε πως με αγαπάει γι αυτό που είμαι! Μακάρι να λες συχνά αυτή τη λέξη, συμπλήρωσε και χάθηκε χοροπηδώντας.
                   Ο Αχιλλέας συγκινήθηκε. Για φαντάσου, τόσο απλό είναι να κάνεις κάποιον ευτυχισμένο, αναρωτήθηκε.
                   Συνεχίζει να περπατά τραγουδώντας το τραγούδι των πουλιών.
Θέλει να συναντήσει τη χελώνα.
Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ. Βρέθηκε κι εκείνη ξαφνικά μπροστά του.
                 -Τραγουδάς πολύ όμορφα, την ακούει να του λέει. Θέλω ν’ ακούσω πάλι τον τραγούδι σου.    
                   Ο Αχιλλέας κάθεται δίπλα της και τραγουδά.
                           Σ’ αγαπώ είναι η λέξη, Σ’ αγαπώ, σε αγαπώ!!!
                    Η χελώνα λίγο ακόμα και θα βγει  από το καβούκι από τη μεγάλη της χαρά..
                 - Δεν φαντάζεσαι πόσο ευτυχισμένη είμαι! Είμαι μια ευτυχισμένη χελώνα! λέει και ξαναλέει.
                   -Μα χθες μου είπες πως δεν είσαι αυτό που φαίνεσαι. Είσαι ή δεν είσαι χελώνα;
                   -Αχ μικρό αγόρι και νάξερες πόσο μας κοροϊδεύουν εμάς τις χελώνες. Θέλεις που περπατάμε αργά, θέλεις που κουβαλάμε στην πλάτη ένα ολόκληρο σπίτι, η λέξη χελώνα ακούγεται σαν βρισιά. Ντρεπόμαστε που είμαστε χελώνες. Αλλά αυτό μέχρι πριν από λίγο. Τώρα ξέρω πως εσύ με αγαπάς. Μ’ αγαπάς που είμαι χελώνα, είμαι περήφανη που είμαι χελώνα! Μακάρι να τη λες συχνά αυτή τη λέξη, συμπλήρωσε και μπήκε στο σπιτάκι της.
                    Ο Αχιλλέας φουσκώνει από χαρά. Δεν είναι και λίγο να κάνεις κάποιον ευτυχισμένο.
                    Τώρα πρέπει να βρει και το βατράχι. Την πρώτη φορά που συναντήθηκαν του είπε πως είναι άσχημο και σίγουρα το στεναχώρησε. Ενώ σκεφτόταν, ακούει να τον φωνάζουν.
                  -Από δω έλα από δω, κοντά στο συντριβάνι είμαι.
                    Στο συντριβάνι ο Αχιλλέας συναντά το βατράχι. Τώρα που το κοιτά καλύτερα, κάθε άλλο παρά άσχημο ςίναι.
                  - Είσαι όμορφο και σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σε αγαπώ.... τραγουδά μέσα από την καρδιά του.
                    Το βατράχι κάνει ένα μεγάλο πήδο και βρίσκεται στον ώμο του Αχιλλέα. Σκύβει μάλιστα και τον φιλά στο μάγουλο.
                   - Αχ μικρό αγόρι, να ήξερες τι είπες μόλις τώρα. Είπες τη μαγική τη λέξη που ήθελα ν’ ακούσω. Ω επί τέλους! Επί τέλους χαίρομαι που είμαι βάτραχος!
                    -Είσαι βάτραχος, ρωτά το παιδί με περιέργεια, τότε, γιατί χθες μου είπες πως δεν είσαι;
                    -Γιατί...γιατί, τι να σου λέω τώρα. Ντρεπόμουν τόσο πολύ που είμαι βάτραχος.
Αφού να φανταστείς, σε ένα παραμύθι λένε πως είμαι ένας άσχημος βάτραχος και το φιλί μιας κοπέλας με μεταμορφώνει σε όμορφο πρίγκιπα.
Νόμιζα πως θα γινόταν το ίδιο και μ’ εμένα.
Τώρα όμως.... Χαίρομαι τόσο πολύ που είμαι βάτραχος και όχι πρίγκιπας! Εσύ αγαπάς εμένα, όχι τον πρίγκιπα!.
Όχι, όχι δεν θέλω να γίνω πρίγκιπας, είμαι ευτυχισμένος που είμαι βάτραχος, φωνάζει χοροπηδώντας από τον έναν ώμο του Αχιλλέα στον άλλον.
Γεια σου αγόρι και να θυμάσαι να λες τη μαγική τη λέξη. Θα κάνεις πολλούς ευτυχισμένους.!
                      Ο Αχιλλέας ένιωθε περήφανος. Έμαθε τόσα πολλά αυτές τις δύο μέρες.
                     Από τότε λέει συχνά τη μαγική λέξη. Στη γιαγιά, στον πατέρα, τη μητέρα, στο μικρό του αδελφάκι, στους φίλους του.
                     Μόλις λέει «σ’ αγαπώ», τα πρόσωπα λάμπουν.
                     Όλοι με σιγουριά το ξέρουν τώρα, πως αυτή η λέξη είναι πραγματικά μαγική!








Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Ο άμθρωπος το πουλί και το λουλούδι


Βρέθηκαν κάποτε μαζί σε έναν κήπο, ένας άνθρωπος, ένα πουλί και ένα λουλούδι.
Το λουλούδι είχε χρώματα σπάνια, ήταν όμορφο και δροσερό, μοσχοβολούσε και λικνίζονταν στο φύσημα του αγέρα.
Το πουλί ήταν χαριτωμένο, ανάλαφρο και κελαηδούσε όμορφα.
Ο άνθρωπος ήταν νέος και καλοφτιαγμένος. Καθόταν στο γρασίδι σκεφτικός και αφηρημένος με τα μάτια κλειστά.
Κάποια στιγμή ακούγεται μια φωνή να λέει.
-Αχ, πόσο σε λυπάμαι φίλε!
Πετάγεται όρθιος ο άνθρωπος να δει ποιος μίλησε, κανείς δε φαινόταν, σκέφτεται πως ήταν η φαντασία του και ξανακάθεται.
Σε λίγο ακούγεται πάλι η ίδια φωνή.
-Εχ, τίποτα δεν έχεις καταλάβει από τη ζωή!
Τρομάζει ο άνθρωπος ψάχνει γύρω, τίποτε, σκέφτεται πως αυτό εδώ το μέρος είναι στοιχειωμένο και τρέχει να φύγει.
Πριν κάνει δυο βήματα, πέφτει μπροστά του ένα πλασματάκι τόσο δα που ήταν και δεν ήταν αληθινό και του λέει.
-Πού πας άνθρωπε, μείνε να χαρείς την ομορφιά.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να μιλήσει ούτε να κουνηθεί από την τρομάρα του και το πλασματάκι που ήταν και δεν ήταν συνεχίζει.
-Πιάσε κουβέντα με αυτό το όμορφο λουλούδι και κείνο το παραδεισένιο πουλί. Μίλησε μαζί τους και θα μάθεις πολλά.
Συνέρχεται ο άνθρωπος, σκέφτεται τα λόγια που άκουσε και αποφασίζει να κάνει ότι είπε το πλασματάκι. Πιάνει λοιπόν την κουβέντα στο λουλούδι.
-Τώρα που σε κοιτάζω βλέπω πως είσαι. όμορφο και μυρίζεις υπέροχα. Κρίμα όμως!
-Κρίμα, γιατί; ρωτάει το λουλούδι.
-Κρίμα γιατί σε λίγο θα μαραθείς
Ακούει το πουλί και μπαίνει στην κουβέντα.
-Αχ, ευτυχώς που δεν είμαι λουλούδι..
-Αχ, αναστενάζει πάλι ο άνθρωπος, και σένα σε κλαίω.
-Γιατί το λες αυτό; τιτιβίζει το πουλί, τι ανάγκη έχω εγώ που σκίζω τον αγέρα με τα δυνατά μου φτερά;
-Μπορεί να σκίζεις τον αγέρα και να έχεις δυνατά φτερά, αλλά δε σημαίνει τίποτα.
-Χα! Ποιός το λέει αυτό άνθρωπέ μου, δε βλέπεις που πετάω όπου θέλω;
-Πετάς τώρα, αν όμως αύριο σε σημαδέψει κάποιος με σφεντόνα; Θα σου σπάσει τα φτερά και δεν θα μπορείς να πετάξεις.
-Βρε τι είναι αυτά που λες; Κι εγώ που σου τραγουσούσα τόση ώρα! Δηλαδή νομίζεις πως είναι καλύτερα να μην έχει κανείς φωνή και φτερά;
-Ε, δε λέω, μπορεί εσύ να έχεις φωνή αλλά αν κάποτε πληγωθείς, θα μπορείς να κηλαϊδίσεις;
Το λουλούδι που παρακολουθεί χωρίς να μιλάει, ακούγεται να λέει.
-Α, όσο γι αυτό, εγώ δεν κινδυνεύω να μου σπάσουν τα φτερά..
-Ναι καλά, λέει ο άνθρωπος, εσένα όμως μπορεί να σε κόψουν.
-Ποιός να με κόψει καλέ και γιατί να το κάνει;
-Δεν έχεις ακούσει για λουλούδια που μπαίνουν στο βάζο;
-Πως, βέβαια, πετάγεται το πουλί, έχω δει ανθρώπους να κόβουν τα λουλούδια.
-Εσύ μη μιλάς, λέει ο άνθρωπος, γιατί εσένα μπορεί να σε πιάσουν και να σε κλείσουν σε κλουβί.
-Εμένα σε κλουβί, ας γελάσω, κάνει το πουλί. Τα πουλιά γεννήθηκαν για να πετούν ως τον ουρανό. Πώς να πετάξουν μέσα στο κλουβί;
-Αχ, κάνει ο άνθρωπος, τα πράγματα είναι ακριβώς όπως σας τα λέω, κρίμα είστε και οι δύο. Τόση ομορφιά χαμένη.
Σωπαίνουν για λίγο και οι τρεις. Το πουλί και το λουλούδι σκέφτονται τι μέτρα να πάρουν για να αποφύγουν τα δυσάρεστα που άκουσαν από τον άνθρωπο.
-Δηλαδή, λέει το πουλί για να μην πάθω όσα λες, πρέπει να σταματήσω να πετάω και να κρυφτώ σε έναν θάμνο. Τότε τι πουλί θα ήμουν;
-Μπα, εκεί μπορεί να σε αρπάξει η αλεπού, άσε που μπορεί να πέσεις σε καμιά παγίδα.
-Κι εγώ λέει το λουλούδι, να σταματήσω ν’ ανθίζω και να μυρίζω όμορφα. Μα τότε τι λουλούδι θα ήμουν;
-Δε βαριέσαι, ξαναλέει ο άνθρωπος και να σταματήσεις να ανθίζεις μπορεί να σε κόψουν από τη ρίζα.
-Μα αν είναι όπως τα λες γιατί να υπάρχουν λουλούδια και πουλιά στη φύση; ρωτούν και οι δύο με ένα στόμα.
-Άντε ντε, όλα είναι μάταια, απαντάει ο άνθρωπος αναστενάζοντας.
-Καλά για μας, ψιθυρίζει το λουλούδι, εσύ όμως γιατί είσαι δυστυχισμένος;
-Πώς να μην είμαι, κάνει ο άνθρωπος, μήπως εγώ ξέρω τι θα πάθω φεύγοντας από δω; Μπορεί στο δρόμο να με τσιμπήσει ένα φίδι, ή μπορεί να πέσει πάνω μου κεραυνός, ή να με σκοτώσει κανένας ληστής.
-Βρε τι είναι αυτό που μας βρήκε σήμερα, νευριάζει το πουλί, τι χαζό είμαι που κάθομαι και σε ακούω, μια καλή κουβέντα δεν μας είπες. Ας πετάξω εγώ όπως πετούσα να χαρώ αυτή τη θαυμάσια μέρα. Αυτό μου έλειπε τώρα να αρχίσω να φοβάμαι που είμαι πουλί.
Αυτά φώναξε το πουλί και πέταξε ψηλά.
Το λουλούδι κοιτάζει το πουλί να πετάει και μαλώνει τον άνθρωπο.
-Βλέπεις τώρα τι έκανες, αν δεν μας έλεγες ανοησίες το πουλί θα καθόταν στα κλωνάρια μου και θα κάναμε μια χαρά παρέα. Στο κάτω- κάτω αν με κόψουν θα ανθίσουν άλλα λουλούδια. Μπα σε καλό σου, άσε με άνθρωπέ μου να λουστώ με τον ήλιο, να χορέψω με τ’ αγέρι και να μοσχοβολήσω. Πήγαινε στο καλό σου.
Ο άνθρωπος αναστενάζει πάλι και σηκώνεται να φύγει σκυφτός και κουρασμένος. Πριν κάνει δυο βήματα, πέφτει μπροστά του το πλασματάκι που ήταν και δεν ήταν.
-Τι να σου πω, του λέει, ρόιδο τα έκανες. Εγώ είπα να μιλήσεις με το λουλούδι και το πουλί γιατί νόμιζα πως θα ήσουν ευτυχισμένος βλέποντας τόση ομορφιά. Ήθελα να μάθεις από το πουλί πόση ευτυχία νιώθει όταν πετάει και από το λουλούδι πώς είδε τον ήλιο να στεγνώνει τις δροσοσταλίδες που του έριξε η νύχτα.
Άντε σύρε στο καλό, εύχομαι να μην πάθεις όσα φοβάσαι…
Μόνο να με θυμηθείς την επόμενη φορά που θα βρεθεί μπροστά σου ένα πουλί και ένα λουλούδι!

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Τα λερωμένα χέρια και η μουντζούρα στο κούτελο


         Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο χωριό μου μια οικογένεια. Πατέρας, μάνα και δυο παιδιά.
         Ο πατέρας δούλευε στο χωράφι τους από το πρωί μέχρι το βράδυ για να ζήσει την οικογένεια.και πότε μάζευε το στάρι, πότε φύτευε λάχανα και κρεμμύδια
         Η μάνα καθόταν και δεν είχε καμία όρεξη για δουλειά. Της άρεσε μόνο να βολτάρει από δω κι από κει, να συναντά ανθρώπους και να πιάνει την κουβέντα..
         Μια μέρα η μάνα συνάντησε δυο πλούσιος ανθρώπους με καθαρά χέρια και όμορφα ρούχα που φαινόταν πως δεν είχαν κάνει ποτέ τη δουλειά του άντρα της. Ζήλεψε, γιατί και η ίδια ήθελε να έχει έναν άντρα με μια καθαρή και φανταχτερή δουλειά.
        Έτσι λοιπόν από το ίδιο βράδυ στο τραπέζι, αρχίζει και πιπιλάει το μυαλό του άντρα της.
      -Ax άντρα μου, είσαι έξυπνος και σε θαυμάζω, λέει πρώτα
        Ο άντρας κολακεύτηκε και χαμογέλασε.
      -Άντρα μου τι όμορφος που είσαι!
        Ο άντρας κοκκίνισε και σήκωσε το κεφάλι να κοιτάξει τη γυναίκα του.
      -Άντρα μου, είσαι διαφορετικός από τους άλλους του χωριού. Εσένα δεν σου πρέπει να κουράζεσαι όλη μέρα στα χωράφια.
       Ο άντρας αναστέναξε.
      -Άντρα μου, συνεχίζει, εσένα σου πρέπει μια δουλειά που να μην λερώνεις τα όμορφα χέρια σου. Μια δουλειά ας πούμε που να κάθεσαι σε ένα γραφείο και να δίνεις διαταγές.
      -Τι λες βρε γυναίκα, μίλησε τώρα ο άντρας, πώς θα κάθομαι σε ένα γραφείο αφού γράμματα δεν ξέρω.
      -Μη σε νοιάζει, ξέρω εγώ τι θα κάνω, από αύριο αλλάζουμε ζωή. Θα λέμε ότι δουλεύεις σε γραφείο και στο χωράφι δεν θα ξαναπάς.
      -Και πώς θα ζήσουμε βρε άμυαλη, τι θα τρώμε;
      -Άκου να δεις τι θα κάνουμε. Θα κοροϊδεύουμε τον κόσμο και θα βγάζουμε πολλά λεφτά.
      -Δεν γίνονται αυτά βρε γυναίκα, τι θα πει να κοροϊδεύω τον κόσμο, απατεώνας θα γίνω; Βγάλτο από το μυαλό σου και άσε με να πάω στο χωραφάκι μας να κάνω αυτό που ξέρω.
      -Αυτό αποκλείεται, φωνάζει η γυναίκα, εγώ άντρα με λερωμένα χέρια δεν θέλω. Αν δεν κάνεις αυτό που λέω, γυρνάω στη μάνα μου.
      -Βρε θα μας κλείσουν φυλακή άμα γίνουμε απατεώνες.
      -Μη σε νοιάζει, θα το κάνω έτσι εγώ που κανείς δεν θα καταλάβει τίποτε και όλοι θα νομίζουν ότι σε διόρισαν υπουργό. Μόνο που πρέπει να πάμε να μείνουμε στην πόλη που δεν μας ξέρει κανείς.
       Έτσι λοιπόν την άλλη μέρα φεύγουν από το χωριό, η μάνα αγοράζει μοντέρνα ρούχα για τον άντρα της, τον κάνει αγνώριστο και φωνάζει τα παιδιά της.
      -Από σήμερα όταν σας ρωτούν τι δουλειά κάνει ο πατέρας σας, θα λέτε πως είναι υπουργός.
      -Γιατί να λέμε έτσι, αφού δεν είναι.
      -Θα λέτε έτσι για να νομίζει ο κόσμος ότι είμαστε από αρχοντική γενιά και να μας σέβεται.
       Την άλλη μέρα το μεσημέρι γυρίζουν τα παιδιά από το σχολείο και λένε στη μάνα.
      -Μας ρώτησε ο δάσκαλος τι δουλειά κάνει ο πατέρας και είπαμε πως είναι υπουργός και μετά μας ρώτησε τι δουλειά κάνει η μάνα μας.
      -Ωραία, τρίβει τα χέρια η μάνα, αύριο να πείτε πως η μάνα σας είναι διευθύντρια στο υπουργείο του πατέρα σας.
       Το άλλο μεσημέρι λένε τα παιδιά.
      -Μας ρώτησε ο διευθυντής του σχολείου τι δουλειά κάνει ο παππούς μας.
      -Πολύ καλά, ξανατρίβει τα χέρια η μάνα, από αύριο θα λέτε πως ο παππούς σας είναι δικαστής.
       Πέρασε μια βδομάδα και ένα πρωί φάνηκε στο σπίτι ένας άντρας φτωχικά ντυμένος που κρατούσε ένα μεγάλο καλάθι.
     -Καλημέρα κυρία υπουργίνα, λέει με σεβασμό, εσείς που είστε αξιοσέβαστοι άνθρωποι, βοηθείστε και μας τους άμοιρους. Ήρθα να ζητήσω μια χάρη. Να, σου έφερε και λίγα καλούδια από το χωριό.
       Η γυναίκα ρίχνει μια ματιά στο καλάθι, γεμάτο μέχρι πάνω και ακούει τη χάρη που ήθελε ο ανθρωπάκος.
     -Πολύ ευχαρίστως να σας βοηθήσουμε, μιλάει ευγενικά, μόνο που θα χρειαστούν και λίγα χρήματα για να πληρώσουμε τον κατάλληλο άνθρωπο.
      -Λίγα έχω, πάρτα αν είναι να γίνει η δουλειά, λέει ο ανθρωπάκος..
       Την άλλη μέρα φάνηκε άλλος άνθρωπος και από τότε συχνά-πυκνά στο σπίτι έφταναν πολλοί που είχαν ανάγκη και ζητούσαν διάφορες χάρες. Κανένας δεν ερχόταν με άδεια χέρια και όλοι άφηναν καλούδια και χρήματα.
       Στο μεταξύ, οι πλούσιοι της πόλης που έμαθαν πως είχαν κοντά τους μια αξιοσέβαστη φαμίλια, άρχισαν να τους καλούν στις γιορτές και τα τραπέζια και η γυναίκα ήταν πολύ περήφανη για τα κατορθώματά της.
       Ο άντρας που έβλεπε πως μια χαρά βολευόταν και έτσι η κατάσταση καθόταν όλη μέρα και άφηνε εκείνη να κάνει κουμάντο.
       Πέρασε λίγος καιρός με την οικογένεια να περνάει ζωή και κότα και μια μέρα, το νέο έφτασε στ’ αυτιά του αληθινού υπουργού και του αληθινού δικαστή.
      «Βρε, εδώ απατεώνες μας μυρίζονται», είπαν και πιάστηκαν να ξεδιαλύνουν την κατάσταση. Ντύθηκαν και οι δυο με φτωχικά ρούχα και πήγαν στο σπίτι του δήθεν υπουργού.
        Εκεί που ζητούσαν από την υπουργίνα τις χάρες που τάχα ήθελαν, φώναξαν τους χωροφύλακες που περίμεναν απ’ έξω, έδεσαν τους απατεώνες και τους έριξαν στην φυλακή. Οι γείτονες που μυρίστηκαν φασαρία, μαζεύτηκαν για να κάνουν χάζι και άκουσαν τον άντρα να μουρμουρίζει.
      -Βρε τι έπαθα ο άμοιρος, φοβήθηκα τα λερωμένα χέρια που τα ξέπλενα με νερό και καθάριζαν, τώρα πώς να ξεπλύνω το κούτελό μου από τη στάμπα του απατεώνα;

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Τα πέντε παιδιά με τη μία μάνα


           Μια φορά κι έναν καιρό - άραγε μόνο τότε- μια από τις τόσες μάνες, γέννησε πέντε γιους. Μόλις γεννήθηκε ο πρώτος, ο πατέρας είχε χαρά μεγάλη που το όνομά του θα συνέχιζε ν’ ακούγεται και η δική της μάνα, της είπε. «Αχ κόρη μου, της καλομάνας το παιδί το πρώτο νάν’ κορίτσι»
Γεννήθηκε και ο δεύτερος γιος και ο πατέρας ήταν πολύ περήφανος που γεννούσε αρσενικά. Η δική της μάνα, είπε πάλι.
«Αχ κόρη μου, δύσκολο δρόμο έχεις».
Το ίδιο έγινε και στους άλλους τρεις γιους και η μάνα της είπε πάλι.
«Αχ κόρη μου, ποιος θα σε κοιτάξει στα γεράματα»
Η μάνα με τους πέντε γιους ξυπνούσε χαράματα και κοιμόταν μεσάνυχτα για να τα βγάλει πέρα και όλη μέρα από το πλυσταριό στην κουζίνα ήταν.
           Στον κήπο γύρω από το σπίτι είχε βάλει περβόλι και κότες και δυο κατσίκες, πώς να ταϊστούν τόσα στόματα. Ο άντρας της σαν είδε πως δεν τα έβγαζε πέρα, έφυγε να δουλέψει μακριά.
Γύριζε σπίτι μια φορά το χρόνο και πολύ χαιρόταν που οι γιοι του μεγάλωναν.
Πότε έτσι πότε αλλιώς, η μάνα χήρεψε, οι γιοι μεγάλωσαν, και μια μέρα λέει ο πρώτος γιος.
          -Μάνα, ήρθε η ώρα να κάνω τη δικιά μου οικογένεια. Θα παντρευτώ ένα καλό κορίτσι, μόνο που μένει πολύ μακριά κι εγώ θα την ακολουθήσω στον τόπο της. Εσύ μη στεναχωριέσαι, έχεις τους άλλους εδώ.
          -Κοίτα τη ζωή σου παιδάκι μου, αρκεί να είσαι καλά και μη στεναχωριέσαι για μένα, είπε η μάνα και του έδωσε την ευχή της.
Έφυγε ο μεγάλος γιος και ήρθε η σειρά του δεύτερου που ήταν σπουδαγμένος.
          -Μάνα, λέει μια μέρα, για να προκόψω πρέπει να πάω στην πρωτεύουσα, εδώ δεν έχει δουλειές. Εσύ όμως μη στεναχωριέσαι, έχεις τους άλλους εδώ.
          -Να πας παιδάκι μου και μη στεναχωριέσαι για μένα, εσύ να είσαι καλά. Έδωσε και στον δεύτερο ην ευχή της και τον αποχαιρέτησε.
Σε λίγο καιρό ήρθε και ο τρίτος και είπε.
          -Μάνα, από τότε που κατάλαβα τον κόσμο, ένα όνειρο έχω. Να πάω να ζήσω στην Αμερική. Εκεί υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για τους δουλευταράδες, να κάνω κι εγώ την τύχη μου.
          -Μακριά είναι η Αμερική παιδάκι μου αλλά να πας άμα αυτό είναι το όνειρό σου. Κοίτα να προκόψεις, να έχεις την ευχή μου.
Έφυγε και ο τρίτος και έρχεται ο τέταρτος.
          -Μάνα, λέει, εγώ δεν μπορώ να μείνω στο χωριό. Θέλω να ταξιδέψω στις θάλασσες να γνωρίσω τον κόσμο. Σε ένα μήνα θα μπαρκάρω, αλλά εσύ μη στεναχωριέσαι, θα έχεις τον μικρό να σε φροντίζει.
         -Επικίνδυνες οι θάλασσες παιδάκι μου, αλλά άμα τις αγαπάς τόσο πολύ, ώρα σου καλή, μη νοιάζεσαι για μένα.
         Έμεινε σπίτι η μάνα με τον μικρό γιο και όσο νάναι την έπιασε η στεναχώρια. Από κει που ήταν πέντε, τάρα είχε μόνο τον ένα. Ώσπου ένα πρωί ακούει και τον μικρό να της λέει.
       -Βρε μάνα, τι να κάνω εγώ εδώ πέρα μοναχός μου, να δουλεύω στα χωράφια; Εμένα μου αρέσουν άλλα πράγματα. Θέλω να γίνω καλλιτέχνης, να με γνωρίσει ο κόσμος και να δοξαστώ. Εσύ όμως μη στεναχωριέσαι. Θα πάω και μόλις τα καταφέρω θα γυρίσω να σε πάρω. Να φύγεις κι εσύ από το χωριό να δεις πώς ζει ο κόσμος.
       -Καλά βρε παιδάκι μου, είπε η μάνα λυπημένη, αφού άλλα θέλεις, πώς να σε κρατήσω με το ζόρι. Πήγαινε στο καλό και έλα πότε-πότε να σε βλέπω που είσαι και το στερνοπούλι μου.
       Φεύγει και ο τελευταίος γιος και μένει η μάνα μοναχή στο σπίτι. Κάθε πρωί που ξυπνούσε και κάθε βράδυ που κοιμόταν, περνούσε από τα κρεβάτια των γιων, φιλούσε τα μαξιλάρια και παρακαλούσε το θεό να τους έχει καλά. Φρόντιζε το περβόλι και τις κότες και σαν σουρούπωνε και ήταν ο καιρός καλός, έπαιρνε το καρεκλάκι και καθόταν στο κατώφλι να χαζεύει το δρόμο και να λέει καμιά κουβέντα με τις γειτόνισσες.
        Ήρθε χειμώνας, ήρθαν και Χριστούγεννα και τούτα τα Χριστούγεννα ήταν τα πρώτα που η μάνα με τους πέντε γιους, δεν είχε σπίτι ούτε έναν.
Στέλνει μήνυμα στον μεγάλο που παντρεύτηκε μακριά.
       -Έλα να σε δω παιδάκι μου, να δω και τα εγγόνια μου, να σφάξουμε και τα δυο κοκόρια που έχω στην αυλή.
       -Σώπα βρε μάνα, τι να κάνουμε Χριστουγεννιάτικα στο χωριό, θα έρθω το Πάσχα.
Στέλνει μήνυμα στον δεύτερο.
       -Έλα να σε δω παιδάκι μου που σε πεθύμησα, θα σφάξω και τον κόκορα να σου φτιάξω τη σούπα που σου άρεσε.
       -Αχ μάνα νάξερες τι δουλειές έχω εδώ, δεν με συμφέρει να φύγω αυτή την εποχή.
Ο τρίτος ήταν στην Αμερική, ο τέταρτος ήταν στα καράβια, στέλνει μήνυμα στον τελευταίο.
       -Έλα να σε δω παιδάκι μου που έχω τόσο καιρό. Κρίμα να σφάξω το κοκόρι για μένα μόνο.
       -Μάνα, ούτε να το σκέφτεσαι. Τώρα τα Χριστούγεννα δουλεύουμε εμείς οι καλλιτέχνες.
        Πάνε τα Χριστούγεννα, πάει και το Πάσχα και οι γιοι δεν φάνηκαν και πέρασαν τα χρόνια και αρρώστησε η μάνα και ήθελε φροντίδα. Στέλνουν μήνυμα οι γείτονες στους γιους.
        Παίρνει το μήνυμα ο πρώτος και ειδοποιεί τον δεύτερο να πάει στο χωριό, γιατί εκείνος είχε οικογένεια και πολλές υποχρεώσεις.
        Παίρνει το μήνυμα ο δεύτερος και ειδοποιεί τον τρίτο γιατί εκείνος ήταν επιστήμονας και είχε σπουδαίες δουλειές να κάνει.
        Παίρνει το μήνυμα ο τρίτος και ειδοποιεί τον τέταρτο, γιατί ήταν μεγάλο το ταξίδι από την Αμερική.
        Παίρνει το μήνυμα ο τέταρτος και ειδοποιεί τον πέμπτο γιατί το καράβι του έπιασε λιμάνι μακρινό.
       Παίρνει το μήνυμα ο πέμπτος, αλλά αφηρημένος καθότι καλλιτέχνης το πέταξε χωρίς να το διαβάσει.
       Και περιμένει ακόμα η μάνα με τους πέντε γιους και κάθεται και σκέφτεται πόσο εύκολο είναι για μια μάνα να φροντίσει πέντε παιδιά και πόσο δύσκολο είναι πέντε παιδιά να φροντίσουν μία μάνα.

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Tα παραμύθια δεν είναι παίξε γέλασε

Αυτό το blog δημιουργήθηκε αποκλειστικά για τη δημοσίευση παραμυθιών από την έντυπη συλλογή με δικά μου παραμύθια. Γιατί πιστεύουμε πως το παραμύθι έίναι ψυχαγωγία και δικαίωμα όλων. Μη μου πείτε μόνο πως παραμύθια διαβάζουν τα παιδιά, οι μεγάλοι τα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.
Θα δημοσιεύεται ένα παραμύθι κάθε δεκαπενθήμερο.
Αρχίστε το διάβασμα και θα με θυμηθείτε...
Για αρχή, το ίδιο που αναρτήθηκε στο alataki μου σήμερα.



Ο επιστήμων κ. Λύκος
Μια φορά, αλλά αυτά συμβαίνουν πολλές φορές, στο χωριό ζούσε μια οικογένεια σαν όλες τις άλλες. Είχαν σπίτι, λίγα χωραφάκια για να σπέρνουν στάρι, πρόβατα και γίδια, ένα-δυο τσοπανόσκυλα και παιδιά. Όλες οι οικογένειες είχαν από δυο παιδιά και πάνω, άλλος τρία, άλλος τέσσερα και πέντε, παρ’ εκτός από ένα αντρόγυνο που είχε ένα γιο, μοναχοπαίδι.
Τα παιδιά των χωριανών σα μεγάλωσαν, ανέλαβαν τα χωράφια και τα γιδοπρόβατα, παντρεύτηκαν, έκαναν τα δικά τους παιδιά και οι γονείς ξεκουράζονταν και τα καμάρωναν.
Το μοναχοπαίδι σα μεγάλωσε, είπε στους γονιούς.
«Μάνα, πατέρα, ελάτε να σας χαιρετήσω, αύριο με το χάραμα φεύγω για την πρωτεύουσα.
«Θεός φυλάξοι, σταυροκοπήθηκαν οι γονείς.
«Μάνα, πατέρα, πάω να γίνω επιστήμων.
«Πώς γίνεται αυτό γιε μ’;»
«Όπως γίνεται. Θα σπουδάσω επιστήμων».
«Τι κατεβάζει η γκλάβα σ’ παιδάκι μ’!»

Είπαν, είπαν, τίποτα το μοναχοπαίδι. Κάθισαν και το σκέφτηκαν από δω, το σκέφτηκαν από κει, στο τέλος λέει η μάνα.
«Άκου δω άντρα μ’, για να θέλει το παιδί να γίνει επιστήμων, πάει να πει ότι και τα γίδια και τα πρόβατα και ούλο το χωριό θα δει μεγάλη ωφέλεια και θα προκόψει περισσότερο. Εγώ λέω να τον αφήσεις να πάει στην πρωτεύουσα».
«Άμα είναι έτσι, άντε ώρα καλή», είπε ο πατέρας και τον ξεπροβόδισε.
Έφυγε ο γιος, έγινε σούσουρο και πολύ χάρηκαν οι χωριάτες που στα μέρη τους θα είχαν έναν “επιστήμων” αύριο μεθαύριο.

Ήρθε το πρώτο καλοκαίρι, ήρθε και το μοναχοπαίδι από την πρωτεύουσα. Τον είδαν οι χωριανοί και τον θαύμασαν έτσι που ήταν ντυμένος πρωτευουσιάνικα και, άκου να δεις, έτρωγε το παϊδι με μαχαίρι και πιρούνι. Κάθε φορά που έβγαινε στην πλατεία, σηκώνονταν και οι πιο γεροντότεροι, τον χαιρετούσαν με σεβασμό και έλεγαν «Καλή σου ώρα κύριε επιστήμων»
Φούσκωναν από χαρά ο πατέρας και η μάνα και περίμεναν με αγωνία να δουν τι πράμα ήταν τούτο το “επιστήμων”.
Κάθε καλοκαίρι γίνονταν το ίδιο, έρχονταν ο γιος στο χωριό καλοντυμένος και με καινούργιες συνήθειες, όλο και πιο εξελιγμένες και οι χωριανοί του έδειχναν όλο και μεγαλύτερο σεβασμό, μόνο που κάθε φορά έμενε όλο και πιο λίγες μέρες και δεν προλάβαιναν να τον χαρούν. Πέρασαν έτσι πολλά καλοκαίρια, μα κανένας δεν είχε μάθει τι ήταν αυτό που σπούδασε ο μοναχογιός.

Άρχισαν όλοι ν’ απορούν, ρωτούσαν ο ένας τον άλλο, κανείς δεν ήξερε να δώσει απάντηση. Ρώτησαν τον Πρόεδρο, ρώτησαν τον παπά, ρώτησαν τον χωροφύλακα, ούτε κι εκείνοι μπόρεσαν να τους λύσουν την απορία. Μια μέρα μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία, κουβέντιασαν τα θέμα και αποφάσισαν πως είναι άδικο να έχουν στο χωριό τους έναν “επιστήμων” και να μην ξέρουν τι πράμα είναι αυτό, που πα να πει, δεν ήξεραν και σε τι μπορεί να τους φανεί χρήσιμος. Αποφάσισαν λοιπόν να κάνουν μια επίσκεψη στο σπίτι των γονιών γιατί σίγουρα ήταν οι μόνοι που θα τους έδιναν μιαν απάντηση. Την Κυριακή μετά την εκκλησία, μαζεύτηκαν οι προύχοντες και ροβόλησαν κατά το σπίτι.
Τους καλοδέχτηκαν οι γονιοί, τους κέρασαν από το καλό το τσίπουρο, ξερόβηξε ο Πρόεδρος και είπε.
«Αγαπητοί συντοπίτες, είμαστε πολύ περήφανοι που το χωριό μας έβγαλε έναν “επιστήμων”. Μόνο που τελευταία οι χωριανοί μπήκαν σε μεγάλη σκέψη. Τόσα χρόνια περιμένουμε να δούμε μια βοήθεια, πέστε μας τι σπούδασε ο γιος σας, να ξέρουμε και μεις σε τι μας είναι χρήσιμος».

Ο πατέρας έξυσε κανα-δυο φορές το κεφάλι του, σηκώθηκε όρθιος και είπε.
«Το μοναχοπαίδι μας χωριανοί, σπούδασε Λύκος!»
Κοιτάχτηκαν οι προύχοντες, μήπως και ήξερε κανείς, μπα! Τους έπιασε μια ντροπή για την αμορφωσιά τους, αλλά η υπόθεση έπρεπε να ξεδιαλύνει σήμερα, το χωριό περίμενε απάντηση. Έμειναν για λίγο αμίλητοι και τέλος ο παπάς που ήξερε γράμματα και όλα τα θρησκευτικά απ’ έξω, πήρε την ευθύνη να ζητήσει λεπτομέρειες.
«Σχώρνα μας τέκνο μου, αλλά τι επιστήμων είναι ο κ. Λύκος;»

«Τι είναι παπά μ’, θα σε γελάσω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι μ’ έφαγε δυο χιλιάδες γίδια μέχρι τα τώρα κι άλλο απ’ αυτό δεν είδαμε. Αυτό είδα, αυτό λέω!