Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Τα λερωμένα χέρια και η μουντζούρα στο κούτελο


         Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο χωριό μου μια οικογένεια. Πατέρας, μάνα και δυο παιδιά.
         Ο πατέρας δούλευε στο χωράφι τους από το πρωί μέχρι το βράδυ για να ζήσει την οικογένεια.και πότε μάζευε το στάρι, πότε φύτευε λάχανα και κρεμμύδια
         Η μάνα καθόταν και δεν είχε καμία όρεξη για δουλειά. Της άρεσε μόνο να βολτάρει από δω κι από κει, να συναντά ανθρώπους και να πιάνει την κουβέντα..
         Μια μέρα η μάνα συνάντησε δυο πλούσιος ανθρώπους με καθαρά χέρια και όμορφα ρούχα που φαινόταν πως δεν είχαν κάνει ποτέ τη δουλειά του άντρα της. Ζήλεψε, γιατί και η ίδια ήθελε να έχει έναν άντρα με μια καθαρή και φανταχτερή δουλειά.
        Έτσι λοιπόν από το ίδιο βράδυ στο τραπέζι, αρχίζει και πιπιλάει το μυαλό του άντρα της.
      -Ax άντρα μου, είσαι έξυπνος και σε θαυμάζω, λέει πρώτα
        Ο άντρας κολακεύτηκε και χαμογέλασε.
      -Άντρα μου τι όμορφος που είσαι!
        Ο άντρας κοκκίνισε και σήκωσε το κεφάλι να κοιτάξει τη γυναίκα του.
      -Άντρα μου, είσαι διαφορετικός από τους άλλους του χωριού. Εσένα δεν σου πρέπει να κουράζεσαι όλη μέρα στα χωράφια.
       Ο άντρας αναστέναξε.
      -Άντρα μου, συνεχίζει, εσένα σου πρέπει μια δουλειά που να μην λερώνεις τα όμορφα χέρια σου. Μια δουλειά ας πούμε που να κάθεσαι σε ένα γραφείο και να δίνεις διαταγές.
      -Τι λες βρε γυναίκα, μίλησε τώρα ο άντρας, πώς θα κάθομαι σε ένα γραφείο αφού γράμματα δεν ξέρω.
      -Μη σε νοιάζει, ξέρω εγώ τι θα κάνω, από αύριο αλλάζουμε ζωή. Θα λέμε ότι δουλεύεις σε γραφείο και στο χωράφι δεν θα ξαναπάς.
      -Και πώς θα ζήσουμε βρε άμυαλη, τι θα τρώμε;
      -Άκου να δεις τι θα κάνουμε. Θα κοροϊδεύουμε τον κόσμο και θα βγάζουμε πολλά λεφτά.
      -Δεν γίνονται αυτά βρε γυναίκα, τι θα πει να κοροϊδεύω τον κόσμο, απατεώνας θα γίνω; Βγάλτο από το μυαλό σου και άσε με να πάω στο χωραφάκι μας να κάνω αυτό που ξέρω.
      -Αυτό αποκλείεται, φωνάζει η γυναίκα, εγώ άντρα με λερωμένα χέρια δεν θέλω. Αν δεν κάνεις αυτό που λέω, γυρνάω στη μάνα μου.
      -Βρε θα μας κλείσουν φυλακή άμα γίνουμε απατεώνες.
      -Μη σε νοιάζει, θα το κάνω έτσι εγώ που κανείς δεν θα καταλάβει τίποτε και όλοι θα νομίζουν ότι σε διόρισαν υπουργό. Μόνο που πρέπει να πάμε να μείνουμε στην πόλη που δεν μας ξέρει κανείς.
       Έτσι λοιπόν την άλλη μέρα φεύγουν από το χωριό, η μάνα αγοράζει μοντέρνα ρούχα για τον άντρα της, τον κάνει αγνώριστο και φωνάζει τα παιδιά της.
      -Από σήμερα όταν σας ρωτούν τι δουλειά κάνει ο πατέρας σας, θα λέτε πως είναι υπουργός.
      -Γιατί να λέμε έτσι, αφού δεν είναι.
      -Θα λέτε έτσι για να νομίζει ο κόσμος ότι είμαστε από αρχοντική γενιά και να μας σέβεται.
       Την άλλη μέρα το μεσημέρι γυρίζουν τα παιδιά από το σχολείο και λένε στη μάνα.
      -Μας ρώτησε ο δάσκαλος τι δουλειά κάνει ο πατέρας και είπαμε πως είναι υπουργός και μετά μας ρώτησε τι δουλειά κάνει η μάνα μας.
      -Ωραία, τρίβει τα χέρια η μάνα, αύριο να πείτε πως η μάνα σας είναι διευθύντρια στο υπουργείο του πατέρα σας.
       Το άλλο μεσημέρι λένε τα παιδιά.
      -Μας ρώτησε ο διευθυντής του σχολείου τι δουλειά κάνει ο παππούς μας.
      -Πολύ καλά, ξανατρίβει τα χέρια η μάνα, από αύριο θα λέτε πως ο παππούς σας είναι δικαστής.
       Πέρασε μια βδομάδα και ένα πρωί φάνηκε στο σπίτι ένας άντρας φτωχικά ντυμένος που κρατούσε ένα μεγάλο καλάθι.
     -Καλημέρα κυρία υπουργίνα, λέει με σεβασμό, εσείς που είστε αξιοσέβαστοι άνθρωποι, βοηθείστε και μας τους άμοιρους. Ήρθα να ζητήσω μια χάρη. Να, σου έφερε και λίγα καλούδια από το χωριό.
       Η γυναίκα ρίχνει μια ματιά στο καλάθι, γεμάτο μέχρι πάνω και ακούει τη χάρη που ήθελε ο ανθρωπάκος.
     -Πολύ ευχαρίστως να σας βοηθήσουμε, μιλάει ευγενικά, μόνο που θα χρειαστούν και λίγα χρήματα για να πληρώσουμε τον κατάλληλο άνθρωπο.
      -Λίγα έχω, πάρτα αν είναι να γίνει η δουλειά, λέει ο ανθρωπάκος..
       Την άλλη μέρα φάνηκε άλλος άνθρωπος και από τότε συχνά-πυκνά στο σπίτι έφταναν πολλοί που είχαν ανάγκη και ζητούσαν διάφορες χάρες. Κανένας δεν ερχόταν με άδεια χέρια και όλοι άφηναν καλούδια και χρήματα.
       Στο μεταξύ, οι πλούσιοι της πόλης που έμαθαν πως είχαν κοντά τους μια αξιοσέβαστη φαμίλια, άρχισαν να τους καλούν στις γιορτές και τα τραπέζια και η γυναίκα ήταν πολύ περήφανη για τα κατορθώματά της.
       Ο άντρας που έβλεπε πως μια χαρά βολευόταν και έτσι η κατάσταση καθόταν όλη μέρα και άφηνε εκείνη να κάνει κουμάντο.
       Πέρασε λίγος καιρός με την οικογένεια να περνάει ζωή και κότα και μια μέρα, το νέο έφτασε στ’ αυτιά του αληθινού υπουργού και του αληθινού δικαστή.
      «Βρε, εδώ απατεώνες μας μυρίζονται», είπαν και πιάστηκαν να ξεδιαλύνουν την κατάσταση. Ντύθηκαν και οι δυο με φτωχικά ρούχα και πήγαν στο σπίτι του δήθεν υπουργού.
        Εκεί που ζητούσαν από την υπουργίνα τις χάρες που τάχα ήθελαν, φώναξαν τους χωροφύλακες που περίμεναν απ’ έξω, έδεσαν τους απατεώνες και τους έριξαν στην φυλακή. Οι γείτονες που μυρίστηκαν φασαρία, μαζεύτηκαν για να κάνουν χάζι και άκουσαν τον άντρα να μουρμουρίζει.
      -Βρε τι έπαθα ο άμοιρος, φοβήθηκα τα λερωμένα χέρια που τα ξέπλενα με νερό και καθάριζαν, τώρα πώς να ξεπλύνω το κούτελό μου από τη στάμπα του απατεώνα;

2 σχόλια: