Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Σ' αγαπώ το ξέρεις;


               Ο Αχιλλέας είναι πολύ χαρούμενος, γιατί θα μείνει με τη γιαγιά του λίγες ημέρες στο χωριό. Περνάει πολύ όμορφα μαζί της. Η γιαγιά τον αγαπάει και τον αφήνει να παίζει όσο θέλει στη μεγάλη αυλή.
               Η γιαγιά είναι ήδη έτοιμη και ο Αχιλλέας από τη βιασύνη του ξεχνάει να χαιρετήσει τη μαμά, τον μπαμπά και το μικρό του αδελφάκι.
            -Αχιλλέα, ακούει τη μητέρα να φωνάζει, έλα να σε φιλήσω και να θυμάσαι, σ' αγαπώ πολύ.
Το ίδιο κάνει και ο πατέρας.
            -Αχιλλέα, να προσέχεις και να θυμάσαι ότι σ' αγαπώ πολύ. Πήγαινε τώρα να χαιρετήσεις και το μωρό μας.
             Ο Αχιλλέας βαριεστημένος φωνάζει από την πόρτα.
            -Άντε γεια.
              Επί τέλους, φτάνουν στο χωριό και το αγόρι ξεχύνεται στην αυλή τρέχοντας από δω κι από κει. Κλωτσάει ότι βρίσκει μπροστά του, τις πέτρες, το χώμα, το γρασίδι. Κάποια στιγμή γλιστρά και πέφτει στο έδαφος. Καθώς σηκώνει το κεφάλι του βλέπει να τον κοιτάζουν δυο στρογγυλά ματάκια.           
             Ο Αχιλλέας έκπληκτος, ρωτά..
            -Τι είσαι εσύ; Άσχημος μου φαίνεσαι.
            -Αχ, τι κρίμα! Άλλο περίμενα να μου πεις, ακούει μια ψιλή φωνή. Αλλά αφού με ρωτάς θα σου απαντήσω. Μοιάζω με βατράχι αλλά δεν είμαι βατράχι. Άντε γεια!
Και αυτό που έμοιαζε αλλά δεν ήταν βατράχι, εξαφανίστηκε πίσω από έναν θάμνο.
             Ο Αχιλλέας δεν καταλαβαίνει τίποτε και συνεχίζει να τρέχει.
             Όμως πάλι κάπου σκοντάφτει και ξαναπέφτει στο έδαφος.
             Καθώς προσπαθεί να σηκωθεί, βλέπει απέναντί του να τον κοιτάζει ένα μικρό κεφαλάκι.                  
             Τώρα ανοίγει διάπλατα τα μάτια του από την έκπληξη.
            -Τι είσαι εσύ; ρωτά με περιέργεια. Παράξενος μου φαίνεσαι.
            -Αχ τι κρίμα! Άλλο περίμενα να μου πεις, ακούγεται μια ψιλή φωνή. Αλλά αφού με ρωτάς θα σου πω. Μοιάζω με χελώνα αλλά δεν είμαι χελώνα. Άντε γεια!
              Η χελώνα που έμοιαζε αλλά δεν ήταν χελώνα, εξαφανίστηκε πίσω από τη μεγάλη ελιά.
              Ο Αχιλλέας πάλι δεν καταλαβαίνει. Τινάζει το χώμα από τα ρούχα του και αρχίζει να τρέχει προς το κοτέτσι. Φαίνεται όμως πως είχε κουραστεί από το ταξίδι, γιατί πέφτει για τρίτη φορά.
Καθώς κάνει να σηκωθεί, βλέπει πολύ κοντά στο δικό του πρόσωπο μια μαύρη αγκαθωτή μπάλα να κουνιέται πίσω μπρος. Τέτοια μπάλα δεν είχε στα παιχνίδια του. Απλώνει το χέρι να την πιάσει αλλά τον προλαβαίνει μια σιγανή φωνή.
             -Μη με αγγίζεις, δεν είμαι αυτό που νομίζεις.
             -Τι είσαι δηλαδή; ρωτά ο Αχιλλέας. Πάντως είσαι ένα άσχημο πράγμα.
              -Αχ, τι κρίμα. Δεν είπες αυτό που ήθελα ν’ ακούσω. Αλλά αφού με ρωτάς θα σου πω. Μοιάζω με σκαντζόχοιρο, αλλά δεν είμαι σκαντζόχοιρος. Άντε γεια!
                Ο σκαντζόχοιρος που έμοιαζε αλλά δεν ήταν, ξεδιπλώθηκε και περπάτησε μέχρι τη μεγάλη κληματαριά.
                Ο Αχιλλέας μένει για λίγο ακίνητος. Τώρα καταλαβαίνει πως κάτι περίεργο συμβαίνει στο σπίτι της γιαγιάς. Το σκέφτεται λίγο, δεν βγάζει άκρη και πάει να ξαπλώσει. Η γιαγιά μόλις τον βλέπει κατακόκκινο από το τρέξιμο τον αγκαλιάζει και του λέει.
              -Χαίρομαι να σε βλέπω χαρούμενο. Σ' αγαπώ πολύ!
                Ο φίλος μας εκείνο το βράδυ άργησε να κοιμηθεί. Ήθελε ν' ανακαλύψει τι ήταν αυτό το άλλο που περίμεναν ν’ ακούσουν τα τρία μικρά ζωάκια. Δεν μπόρεσε όμως να δώσει απάντηση και από την πολλή σκέψη τον πήρε ο ύπνος

                Το άλλο πρωί o Αχιλλέας νωρίς-νωρίς βγήκε στην αυλή. Σήμερα δεν τρέχει.
Πάει περπατώντας μέχρι το μέρος που συνάντησε τα ζωάκια που έμοιαζαν αλλά δεν ήταν βατράχι, χελώνα και σκαντζόχοιρος.
Περιμένει, περιμένει, ψάχνει ξαναψάχνει, κανένας πουθενά
Απογοητεύεται και σκέφτεται πως σίγουρα όλα τα χθεσινά τα ονειρεύτηκε.                       
                Κρίμα! Θα του άρεσε να ήταν αλήθεια. Άλλωστε είναι πολύ περίεργος να μάθει τι περίμεναν ν’ ακούσουν από αυτόν τα μικρά ζωάκια.
                Για να ξεχάσει τη στεναχώρια του, πάει και κάθεται κάτω από μια μεγάλη ελιά.
Ο ουρανός είναι καταγάλανος, ο καιρός ζεστός και τα πουλιά τραγουδούν τα δικά τους τραγούδια. Ανάμεσα στο κελάηδημα των πουλιών, ένας τζίτζικας σφυρίζει και αυτός το δικό του τραγούδι.
               «Είναι πολύ όμορφα εδώ», σκέφτεται ο Αχιλλέας και κλείνει τα μάτια.
Ξαφνικά, λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, κάτι παίρνει το αυτί του. Ανάμεσα στα τιτιβίσματα ακούγονται λέξεις ανθρώπινες. Δεν είναι σίγουρος αν τραγουδά ο τζίτζικας ή κάποιο πουλί, καταλαβαίνει όμως πολύ καλά τα λόγια του.


                           Να λες τη μαγική τη λέξη, να τη λες, να τη λες
                           Βρες τη μαγική τη λέξη που θα λες, θα ξαναλές
                           Το βατράχι κι η χελώνα δε ζητούν πολλά
                           Να την πεις τη μαγική τη λέξη και θα είναι μια χαρά.


                           Ο σκαντζόχοιρος επίσης, εσύ άσχημο τον λες

                           Μα η μαγική η λέξη που θα λες, θα ξαναλές
                           Θα τον κάνει να αλλάξει και να γίνει πιο γλυκός
                           Και θα λες όταν τον βλέπεις, τι ωραίος είν’ αυτός!


                           Βρες τη μαγική τη λέξη, κι αν δεν ξέρεις θα σου πω
                           Σ’ αγαπώ είναι η λέξη, Σ’ αγαπώ, Σε αγαπώ!

               Το τραγούδι σταματάει. Ο Αχιλλέας χωρίς να το καταλάβει αρχίζει να τραγουδάει το ίδιο τραγούδι.
Έτσι τραγουδώντας, γυρνά πίσω και σταματά στη μεγάλη κληματαριά που είχε τρυπώσει ο σκαντζόχοιρος.
Μόλις το τραγούδι τελειώνει λέει σιγανά.
                 -Σ’ αγαπώ το ξέρεις; Είσαι ή δεν είσαι σκαντζόχοιρος, είσαι ή δεν είσαι μπάλα αγκαθωτή, ότι και να είσαι εγώ σε αγαπώ!
                  Τότε έγινε ένα θαύμα! Ο σκαντζόχοιρος βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του χοροπηδώντας από χαρά. Είναι πολύ χαριτωμένος και τα αγκάθια δεν φαινόταν σχεδόν καθόλου.
                 -Σ’ ευχαριστώ μικρό αγόρι που είπες ότι με αγαπάς. Με τη λέξη αυτή ελευθερώθηκα! Τώρα όχι μόνο μοιάζω, αλλά είμαι σκαντζόχοιρος! Αχ, τι όμορφα νιώθω που είμαι σκαντζόχοιρος! Είμαι ευτυχισμένος!
                 -Μα χθες μου είπες ότι δεν είσαι, διαμαρτύρεται ο Αχιλλέας.
                 -Σου το είπα γιατί ντρεπόμουν. Κανείς δεν συμπαθεί έναν σκαντζόχοιρο. Και ύστερα μέχρι χθες κανείς δεν είπε πως με αγαπάει γι αυτό που είμαι! Μακάρι να λες συχνά αυτή τη λέξη, συμπλήρωσε και χάθηκε χοροπηδώντας.
                   Ο Αχιλλέας συγκινήθηκε. Για φαντάσου, τόσο απλό είναι να κάνεις κάποιον ευτυχισμένο, αναρωτήθηκε.
                   Συνεχίζει να περπατά τραγουδώντας το τραγούδι των πουλιών.
Θέλει να συναντήσει τη χελώνα.
Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ. Βρέθηκε κι εκείνη ξαφνικά μπροστά του.
                 -Τραγουδάς πολύ όμορφα, την ακούει να του λέει. Θέλω ν’ ακούσω πάλι τον τραγούδι σου.    
                   Ο Αχιλλέας κάθεται δίπλα της και τραγουδά.
                           Σ’ αγαπώ είναι η λέξη, Σ’ αγαπώ, σε αγαπώ!!!
                    Η χελώνα λίγο ακόμα και θα βγει  από το καβούκι από τη μεγάλη της χαρά..
                 - Δεν φαντάζεσαι πόσο ευτυχισμένη είμαι! Είμαι μια ευτυχισμένη χελώνα! λέει και ξαναλέει.
                   -Μα χθες μου είπες πως δεν είσαι αυτό που φαίνεσαι. Είσαι ή δεν είσαι χελώνα;
                   -Αχ μικρό αγόρι και νάξερες πόσο μας κοροϊδεύουν εμάς τις χελώνες. Θέλεις που περπατάμε αργά, θέλεις που κουβαλάμε στην πλάτη ένα ολόκληρο σπίτι, η λέξη χελώνα ακούγεται σαν βρισιά. Ντρεπόμαστε που είμαστε χελώνες. Αλλά αυτό μέχρι πριν από λίγο. Τώρα ξέρω πως εσύ με αγαπάς. Μ’ αγαπάς που είμαι χελώνα, είμαι περήφανη που είμαι χελώνα! Μακάρι να τη λες συχνά αυτή τη λέξη, συμπλήρωσε και μπήκε στο σπιτάκι της.
                    Ο Αχιλλέας φουσκώνει από χαρά. Δεν είναι και λίγο να κάνεις κάποιον ευτυχισμένο.
                    Τώρα πρέπει να βρει και το βατράχι. Την πρώτη φορά που συναντήθηκαν του είπε πως είναι άσχημο και σίγουρα το στεναχώρησε. Ενώ σκεφτόταν, ακούει να τον φωνάζουν.
                  -Από δω έλα από δω, κοντά στο συντριβάνι είμαι.
                    Στο συντριβάνι ο Αχιλλέας συναντά το βατράχι. Τώρα που το κοιτά καλύτερα, κάθε άλλο παρά άσχημο ςίναι.
                  - Είσαι όμορφο και σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σε αγαπώ.... τραγουδά μέσα από την καρδιά του.
                    Το βατράχι κάνει ένα μεγάλο πήδο και βρίσκεται στον ώμο του Αχιλλέα. Σκύβει μάλιστα και τον φιλά στο μάγουλο.
                   - Αχ μικρό αγόρι, να ήξερες τι είπες μόλις τώρα. Είπες τη μαγική τη λέξη που ήθελα ν’ ακούσω. Ω επί τέλους! Επί τέλους χαίρομαι που είμαι βάτραχος!
                    -Είσαι βάτραχος, ρωτά το παιδί με περιέργεια, τότε, γιατί χθες μου είπες πως δεν είσαι;
                    -Γιατί...γιατί, τι να σου λέω τώρα. Ντρεπόμουν τόσο πολύ που είμαι βάτραχος.
Αφού να φανταστείς, σε ένα παραμύθι λένε πως είμαι ένας άσχημος βάτραχος και το φιλί μιας κοπέλας με μεταμορφώνει σε όμορφο πρίγκιπα.
Νόμιζα πως θα γινόταν το ίδιο και μ’ εμένα.
Τώρα όμως.... Χαίρομαι τόσο πολύ που είμαι βάτραχος και όχι πρίγκιπας! Εσύ αγαπάς εμένα, όχι τον πρίγκιπα!.
Όχι, όχι δεν θέλω να γίνω πρίγκιπας, είμαι ευτυχισμένος που είμαι βάτραχος, φωνάζει χοροπηδώντας από τον έναν ώμο του Αχιλλέα στον άλλον.
Γεια σου αγόρι και να θυμάσαι να λες τη μαγική τη λέξη. Θα κάνεις πολλούς ευτυχισμένους.!
                      Ο Αχιλλέας ένιωθε περήφανος. Έμαθε τόσα πολλά αυτές τις δύο μέρες.
                     Από τότε λέει συχνά τη μαγική λέξη. Στη γιαγιά, στον πατέρα, τη μητέρα, στο μικρό του αδελφάκι, στους φίλους του.
                     Μόλις λέει «σ’ αγαπώ», τα πρόσωπα λάμπουν.
                     Όλοι με σιγουριά το ξέρουν τώρα, πως αυτή η λέξη είναι πραγματικά μαγική!








2 σχόλια:

  1. Καλησπέρα αλατακι μου! Τι υπέροχο παραμύθι, όταν σε διαβάζω μου δημιουργείς εντονους προβληματισμούς.. σ ευχαριστώ που φέρνεις στο μυαλό μου πράγματα που εχω παραμελήσει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε καλό μου. Κυρίως μην παραμελείς τα συναισθήματά σου...

    ΑπάντησηΔιαγραφή